Χιουμοριστικά γεγονότα

Επί Αρχιεπισκόπου Κύπρου, Μακαρίου, ζούσε ένας απλοϊκός χωρικός, ο οποίος διατείνονταν στο χωριό του, ότι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Δεν τον γνώριζε κατ΄όψην τον Αρχιεπίσκοπο, ωστόσο η φήμη του Μακαρίου τον γοήτευε και ήθελε και αυτός να μοιραστεί κάτι από την φήμη του!

Οι συγχωριανοί στην αρχή δεν τον έδιναν σημασία, άλλοι μάλιστα γελούσαν μαζί του και έσπαγαν πλάκα. Ωστόσο ο ίδιος με επιμονή και πείσμα καθημερινά, έλεγε μόνο αυτό:

''Είμαι ο Μακάριος!''

Κατάντησε κουραστικός στο χωριό, πολλοί μάλιστα είπαν ότι τρελάθηκε και έτσι μια μέρα οι συγχωριανοί του, τον άρπαξαν και τον έκλεισαν σε ένα ψυχιατρείο, μιας μεγάλης πόλης της Κύπρου.

Κάποια μέρα, αποφάσισε ο ίδιος ο Μακάριος, όλως τυχαίος, να επισκεφτεί εκείνο το ψυχιατρείο. Όταν λοιπόν εκείνος ο απλοϊκός χωρικός συνάντησε στον διάδρομο του ψυχιατρείου, τον Αρχιεπίσκοπο, καθώς δεν τον γνώριζε, τον ρώτησε:

- Εσύ ποιός είσαι;

- Είμαι ο Μακάριος, απάντησε ο Αρχιεπίσκοπος.

- Ο Μακάριος είσαι; είπε με έκπληξη ο απλοϊκός χωρικός. Α, μην το ξαναπεις αυτό, γιατί και εγώ έτσι έλεγα και με έκλεισαν εδώ μέσα!...

+++

Ο υποβολέας του ιεροκήρυκα

Κάποτε ένας ιεροκήρυκας επισκέφτηκε ένα χωριό για να κηρύξει. Πήγε στην πλατεία του χωριού, ανέβηκε σε μια καρέκλα και άρχισε να μιλάει στο πλήθος που μαζεύτηκε. Σε κάποιο απόστροφο της ομιλίας του ανέφερε ένα γραφικό ρητό, οπότε πετάγεται ένας από το πλήθος που καθόταν μπροστά - μπροστά και είπε:

- Αυτό είναι από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, κεφάλαιο τάδε, στίχος τάδε.

Ο ιεροκήρυκας τον κοίταξε ερευνητικά και συνέχισε την ομιλία του. Σε λίγο ανέφερε ένα ρητό του Μεγάλου Βασιλείου. Από κάτω πετάχτηκε πάλι ο ίδιος άνθρωπος και είπε:

- Αυτό είναι του Μεγάλου Βασιλείου

Ο ιεροκήρυκας τον ξανακοίταξε, λίγο αυστηρά αυτήν τη φορά και συνέχισε. Μα ο υποβολέας από κάτω δεν έλεγε να σταματήσει.

- Αυτό είναι του Ιερού Χρυσοστόμου, είπε λίγο αργότερα.

Ο ιεροκήρυκας νευρίασε αρκετά, αλλά συγκρατήθηκε.

- Αυτό είναι του Αγίου Γρηγορίου του Νύσση, συνέχισε απτόητος ο ''δικός'' μας...

- Αυτό είναι του Οσίου Μάξιμου του Ομολογητού, είπε λίγο αργότερα.

Ο ιεροκήρυκας δεν άντεξε άλλο.

- Σκασμός!!! του φώναξε δυνατά.

- Αυτό είναι δικό του, απάντησε ο υποβολέας από κάτω και σκάσανε όλοι οι υπόλοιποι στα γέλια.

+++

Ποιήσωμεν... 3 σχοινιά

Κάποτε ο μακαρίτης πολιτικός Αλιμπράντης, επέμενε στον επίσης μακαρίτη Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο, να χειροτονήσει κληρικό έναν ολιγογράμματο. Ο άγιος Ύδρας αρνήθηκε πολλές φορές να του κάνει το χατίρι. Στο τέλος όμως υπέκυψε, αφού το... αδιάψευστο στόμα του πολιτικού τον διαβεβαίωσε πως τελευταία ο ολιγογράμματος είχε κάνει προόδους και διάβαζε με ευχέρεια.

Ο Μητροπολίτης σκέφτηκε να χειροτονήσει το νέο διάκονο στην μητρόπολη των Αθηνών, όπου θα λειτουργούσε την επόμενη Κυριακή, που ήταν η γιορτή της Μεταμορφώσεως. Έτσι και ο ίδιος θα ακουγόταν περισσότερο, αφού η Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία της μητρόπολης, θα μεταδιδόταν από το ραδιόφωνο.

΄Εφτασε η Κυριακή, έγινε η χειροτονία και την ώρα του Ευαγγελίου, ο νέος διάκονος ανέβηκε στον άμβωνα για να διαβάσει το Ευαγγέλιο της ημέρας. Με το που ξεκίνησε το διάβασμα του Ευαγγελίου, άρχισε και το κόμπιασμα του διάκου. Διάβαζε συλλαβιστά, με δυσκολία. Ο Δεσπότης που τον άκουγε από το Ιερό Βήμα, έβραζε μέσα του. Όταν ο διάκος έφτασε στο σημείο που το Ιερό κείμενο λέει: ''...ποιήσωμεν ωδε τρεις σκηνάς...'', τώρα θες από την ταραχή του, θες από άγνοια, διάβασε ''...ποιήσωμεν ωδε...τρία σχοινιά...''.

Ο Δεσπότης που τον άκουγε, δεν άντεξε άλλο και αναφώνησε, φανερά εκνευρισμένος μπροστά σε όλο τον κόσμο:

- Ναι, δίκαιο έχεις! Τρία σχοινιά μας χρειάζονται! Ένα για σένα, ένα για μένα και ένα για τον Αλιμπράντη!

+++

Μια άγραφη επιστολή

Ο πρώτος Μητροπολίτης των Ρώσων της διασποράς Αντώνιος Χραποβίτσκυ (1863-1936) ήταν ευλαβέστατος, αλλά φαίνεται πως διέθετε και αρκετό χιούμορ. Στη ζωή του, είχε δεχτεί πολλές συκοφαντίες και απειλές από τους εχθρούς του, όμως ήξερε πως να εξοστρακίζει τα βέλη τους.

Μια μέρα τον είδε στο δρόμο κάποιος γνωστός του να βαδίζει χαμογελώντας. Όταν τον ρώτησε γιατί χαμογελούσε, ο Μητροπολίτης έβγαλε από την τσέπη του και του έδειξε ένα διπλωμένο χαρτί, στο οποίο έγραφε μόνο μία λέξη: ''ΓΟΥΡΟΥΝΙ''. Στην εύλογη απορία του, τι σήμαινε αυτό, ο Μητροπολίτης του απάντησε:

- Μέχρι τώρα, έχω λάβει πολλά γράμματα χωρίς υπογραφή. Τώρα όμως έλαβα μια υπογραφή χωρίς γράμμα!

+++

Αθώα εκδίκηση

Σε ένα βαγόνι γεμάτο από ταξιδιώτες, ένας νεαρός αγροίκος, ειρωνεύτηκε με τον πιο ελεεινό τρόπο κάποιον ιερέα, καθισμένο απέναντί του.

Ο ιερέας δέχτηκε τις... ''φιλοφρονήσεις'' του, χωρίς να πει λέξη. Πήρε όμως το σημειωματάριό του και άρχισε να ζωγραφίζει, ρίχνοντας μερικές ματιές απέναντί του, στον αγροίκο νεαρό.

Αυτός θύμωσε υπερβολικά και του φωνάζει με μια απειλητική φωνή:

- Ποιός σου επέτρεψε, να μου κάνεις το σκίτσο;

Ο ιερέας σήκωσε το βλέμμα του, χαμογέλασε και άρχισε πάλι την εργασία του, χωρίς να απαντήσει.

Δευτέρα πάλι απειλή από τον νεαρό...

Οπότε ο ιερέας του λέει:

- Και ποιός σου λέει, ότι είναι το σκίτσο σου, αυτό που κάνω;

- Το δικό μου είναι, σου λέω... με κοίταξες συχνά!

- Κύριες και κύριοι, είπε τότε ο ιερέας αποτεινόμενος στους συνταξιδιώτες του, ο κύριος από εδώ διατείνεται, ότι του κάνω το σκίτσο του. Θα πρέπει ασφαλώς να αναγνωρίσει τον εαυτόν του στο σκίτσο.

Και τους έδειξε το σκίτσο...

Είχε ζωγραφίσει ένα ωραίο κεφάλι γαϊδουριού!...

Ο αγροίος νέος, εξαφανίστηκε στην πρώτη στάθμευση της αμαξοστοιχίας...

+++

Άσχημο ελάττωμα η τσιγκουνιά... (Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)

Τον τσιγκούνη τον κοροϊδεύουν και οι άλλοι. Ήταν ένας πολύ πλούσιος κτηματίας· είχε χωράφια σε μία επαρχία, είχε και στην Αθήνα διαμερίσματα, αλλά ήταν πολύ τσιγκούνης.

Μια φορά έφτιαξε μια χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, για να φάνε οι εργάτες που δούλευαν στα χωράφια του. Παλιά δούλευαν οι καημένοι από το πρωϊ, πριν βγει ο ήλιος, μέχρι να βασιλέψει. Το μεσημέρι που σταμάτησαν λίγο, για να ξεκουραστούν, άδειασε το αφεντικό μέσα σε έναν ταβά την φασολάδα και φώναξε τους εργάτες να φάνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οι καημένοι οι εργάτες και άρχισαν να τρώνε· πότε έπιαναν με το κουτάλι από κανένα φασόλι, πότε μόνο ζουμί!

Ένας εργάτης ήταν πολύ πειραχτήρι. Αφήνει το κουτάλι του και πάει παραπέρα. Βγάζει τις αρβύλες και τις κάλτσες του και προχωράει να μπει μέσα στον ταβά.

«Τί κάνεις;», του λένε οι άλλοι.

«Λέω να μπω μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τους λέει.

Τόσο τσιγκούνης ήταν εκείνος ο ταλαίπωρος. Γι' αυτό, 1000 φορές να κυριέψει τον άνθρωπο η σπατάλη, παρά η τσιγκουνιά!

+++

Ο προσκυνητής και οι μπαταρίες

Ένας προσκυνητής κατηφόριζε ένα μεσημέρι το μονοπάτι που οδηγεί για την καλύβα του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, βρήκε πεσμένες κάτω 4 καινούριες μπαταρίες, μέσα στη συσκευασία τους. Έσκυψε και τις πήρε και σκέφτηκε να τις δώριζε στον Γέροντα για να τις χρησιμοποιήσει για κανένα φακό. Όταν έφτασε στον Γέροντα, πήρε την ευχή του και του είπε:

- Γέροντα, τώρα που ερχόμουνα βρήκα αυτές τις μπαταρίες και σας τις έφερα, για να τις χρησιμοποιήσετε.

Τις πήρε ο Άγιος Παϊσιος, τις περιεργάστηκε και στη συνέχεια ρώτησε:

- Ποιανού είναι αυτές οι μπαταρίες; Ποιός τις έχασε;

Όμως κανείς δεν είχε χάσει μπαταρίες και κανείς δεν μίλησε. Εκείνη τη στιγμή, προβάλλει από το μονοπάτι ένας προσκυνητής και τους πλησίαζει. Ο Γέροντας στρέφει το βλέμμα του προς αυτόν και του λέει:

- Τί είναι λεβέντη, τι θέλεις;

Και ο προσκυνητής του απάντησε:

- Να Γέροντα, έχω τόσο καιρό να έρθω και ήρθα για να γεμίσω τις <<μπαταρίες>> μου.

Ο Άγιος Παϊσιος γελώντας, του δίνει τις μπαταρίες κια του λέει:

- Να πάρε αυτές, είναι γεμάτες!

+++

Η γραβάτα και το γαϊδουράκι

Κάποιος νέος επισκέφτηκε τον Άγιο Παϊσιο τον Αγιορείτη στην Σκήτη των Ιβήρων.

Φορούσε κουστούμι και μια πολύ ωραία γραβάτα.

Ο Άγιος Παϊσιος που αναπαυόταν στα απλά, χρησιμοποίησε έναν πρωτότυπο και αστείο τρόπο, για να διδάξει την απλότητα, χωρίς πολλά λόγια.

Του είπε χαριτολογώντας:

- Δίνεις την γραβάτα σου, να την φορέσουμε σ' αυτό το γαϊδουράκι, να χαρεί και αυτό λίγο;

Εκείνος την έδωσε και ο Άγιος Παϊσιος την φόρεσε στο γαϊδουράκι που βρισκόταν σε εκείνο το μέρος και ο νέος δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του από το θέαμα.

Πάντως ο νεαρός πήρε το μήνυμα και άλλη φορά δεν ξαναήρθε στο Άγιο Όρος με γραβάτα.

+++

Ο πολιτικός μηχανικός με τους ''εργολάβους''...

Πολιτικός μηχανικός, γνωστός του Αγίου Παϊσιου του Αγιορείτου τον επισκέφτηκε την παραμονή της πανηγύρεως της καλύβης του.

Ο Άγιος Παϊσιος τον δέχτηκε, λέγοντας:

- Καλώς τον μηχανικό με τους εργολάβους.

Εκείνος απόρησε, γιατί δεν ήταν κανείς μαζί του. Έδωσε στον Άγιο ένα δεματάκι, που του είχα δώσει από γνωστό του Μοναστήρι.

Ο Άγιος Παϊσιος το άνοιξε μπροστά του και τότε ο μηχανικός είδε με έκπληξη, ότι το δέμα περιείχε γλυκά: ''εργολάβους''!!!...

+++

Η μαϊμού λείπει

Κάποιοι νέοι που δεν είχαν πνευματικά ενδιαφέροντα, πήγαν κάποτε να επισκεφτούν τον Άγιο Παϊσιο τον Αγιορείτη στο κελί του στην ''Παναγούδα''. Πήγαιναν, για να τον δουν από περιέργεια. Ο Άγιος που πήρε πληροφορία για τον ερχομό τους, για να μην χάσει την ημέρα του, πήρε το τουρβαδάκι με το Ψαλτήρι, έκλεισε το κελλί του και έφυγε στο δάσος, αφού άφησε ένα σημείωμα στην πόρτα που έγραφε:

''Ζωολογικός κήπος κλειστός! Η μαϊμού λείπει...''

Το θαυμαστό είναι, ότι οι επισκέπτες συγκινήθηκαν από το σημείωμα, συνήλθαν, πήγαν να εξομολογηθούν και έγιναν συνειδητοί Χριστιανοί.

+++

Πέρασε τον γάϊδαρο για αδερφό του...!!!

Πριν από χρόνια είχαν πάει Γερμανοί στην Κρήτη, για να κάνουν ένα μνημόσυνο για τους Γερμανούς που είχαν σκοτωθεί εκεί στην Κατοχή. Την ώρα που έκαναν το μνημόσυνο περνούσε ένας Κρητικός με τον γάϊδαρο του φορτωμένο με τις πραμάτειές του. Ο γάϊδαρος, όταν είδε τους ανθρώπους εκεί μαζεμένους, άρχισε να γκαρίζει. Ένας από τους Γερμανούς νόμιζε, ότι ο γάιδαρος ήταν ο αδελφός του που είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και μετεμψυχώθηκε! Τον γνώρισε και τον χαιρέτισε με το γκάρισμα! Και ο Γερμανός στάθηκε προσοχή, και τακ, τον χαιρέτισε στρατιωτικά... Κλάματα!... Πάει αμέσως στον Κρητικό και του λέει: ''Πόσα θέλεις, για να τον αγοράσω;''. «Βρέ, φύγε από εδώ», του λέει ο Κρητικός. Ο Γερμανός του μετρούσε τα μάρκα: «τόσα, τόσα». ''Φύγε, άσε με''», έλεγε εκείνος. Τελικά του λέει κάποιος: «Βρε χαμένε, τον πληρώνει τον γάϊδαρο για μερσεντές, δωσ' τον». Ξεφόρτωσε τα πράγματα του ο Κρητικός, τον ξεσαμάρωσε, τον ελευθέρωσε και τον πήρε ο Γερμανός με βουρκωμένα μάτια και τον πήγε στην Γερμανία!...

+++

Ένας γάϊδαρος ζωγράφος...

Οι φοιτητές του Μιλάνου πήραν ένα γαϊδούρι και τον περιόρισαν σε ένα κλειστό χώρο. Στο βάθος έβαλαν ένα τελάρο και στην ουρά του γαϊδάρου έδεσαν ένα πινέλο βουτηγμένο στην μπογιά. Ο γάϊδαρος κουνώντας την ουρά του, έκανε πολλές πινιλιές στο τελάρο.

Οι φοιτητές εξέθεσαν τον ζωγραφικό αυτόν πίνακα σε μια έκθεση νέας τέχνης, διαφημίζοντάς το σαν αριστούργημα! Πολλοί που επισκέφτηκαν την έκθεση, για να μην φανούν ότι δεν εκτιμούσαν τη νέα τέχνη, έκαναν τις καλύτερες κριτικές και εξέφρασαν το μεγαλύτερο θαυμασμό τους. Ποιά ήταν όμως η απογοήτευσή τους και η ντροπή τους, όταν έμαθαν το όνομα του ζωγράφου...

Αυτοί είμαστε! Αντί να θαυμάζουμε και να δοξάζουμε τον Δημιουργό μας, θαυμάζουμε ευτελή και μάταια έργα τέχνης...

+++

Ο κακόμοιρος

Κάποια φορά είχε πάει στον Γέροντα Ιερώνυμο της Αιγίνης, ο γνωστός εκδότης Αλέξανδρος Παπαδημητρίου. Μαζί του πήρε και τον ιατρό-φίλο του Αλέξανδρο Καλόμοιρο. Ο Καλόμοιρος πήγαινε για πρώτη φορά στον γέροντα και ο Παπαδημητρίου, που είχε πάει πολλές φορές, επαινούσε τον γέροντα και έλεγε γι΄αυτόν πόσο άγιος άνθρωπος ήταν, ότι είχε διορατικό και προορατικό χάρισμα και πως όσα έλεγε, ήταν από το Θεό. Ο Καλόμοιρος είχε γράψει πάνω σε ένα χαρτάκι τα διάφορα θέματα, για τα οποία θα ρωτούσε τον γέροντα.

Μόλις μπήκαν μέσα, ο Παπαδημητρίου έκανε τις συστάσεις.

- Γέροντα από εδώ είναι ο κύριος Καλόμοιρος.

Τον κοιτάζει καλά-καλά ο γέροντας και του λέει χαμογελαστός:

- Καλώς τον Κακόμοιρο! Κάθισε Κακόμοιρε!

Ο Παπαδημητρίου πάγωσε, γιατί επιθυμούσε, να είναι πιο ευγενικός ο γέροντας με τον φίλο του. Άρχισαν να μιλούν και η συνομιλία τους περιεστράφη γύρω από διάφορα θέματα. Ήρθε η ώρα να φύγουν, χωρίς στο μεταξύ ο Καλόμοιρος να βγάλει από την τσέπη του, το χαρτάκι με τις σημειώσεις που είχε για τον γέροντα.

Μόλις βγήκαν έξω, ο Παπαδημητρίου, προσπάθησε να δικαιολογήσει στον Καλόμοιρο την συμπεριφορά του γέροντα.

- Αλέξανδρε, μην παρεξηγείς τον γέροντα. Είναι πολύ απλός, αλλά έχει πολύ αγάπη, είναι πραγματικά άγιος άνθρωπος.

- Άσε με Αλέκο, του απάντησε ο Καλόμοιρος. Ακόμη τρικλίζω! Καταρχάς να σου πω, μια και δεν το ξέρεις, ότι το επίθετο μου ήταν Κακόμοιρος! Επειδή όμως ήταν άσχημο στο άκουσμα, το μετέτρεψα σε Καλόμοιρο. Όλα δε τα ερωτήματα, που είχα γράψει στο χαρτάκι, δεν χρειάστηκε να του τα υποβάλλω, γιατί χωρίς να το πάρεις είδηση εσύ, στην διάρκεια της συνομιλίας μας, μου τα απάντησε όλα!

+++

Τα περισσεύματα

Ένας παλιός ιεροκήρυκας μιλούσε κάποτε για το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων. Μπέρδεψε όμως λίγο τα πράγματα κατά λάθος και είπε:

- Και έτσι, με το μεγάλο αυτό θαύμα, ο Κύριος έθρεψε δώδεκα ανθρώπους με 5.000 ψωμιά και τρία ψάρια.

Ένας από το ακροατήριο, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και έβαλε τα γέλια, όταν τ' άκουσε. Και επειδή το γέλιο είναι πολύ μεταδοτικό, άρχισε να γελάει σιγά - σιγά όλο το ακροατήριο.

Ο ιεροκήρυκας στενοχωρήθηκε και μόλις τελείωσε το κήρυγμα, ρώτησε εκείνον που πρωτοστάτησε στο γέλιο:

- Καλά, γιατί γέλασες την ώρα του κηρύγματος;

- Μα πώς να μην γελάσω, αφού είπατε, πως με 5.000 ψωμιά και τρία ψάρια ο Κύριος έθρεψε δώδεκα ανθρώπους; Αυτό μπορώ να το κάνω και εγώ...!

Ο ιεροκήρυκας, δαγκώθηκε για το λάθος του και έφυγε ντροπιασμένος.

Την άλλη Κυριακή όμως, θέλησε να επανορθώσει τα πράγματα, για να μην γίνει κάποια παρεξήγηση από τους απλοϊκούς ακροατές του και είπε την ίδια φράση, αλλά διορθωμένη αυτή τη φορά.

Όταν τελείωσε, κάλεσε τον ίδιο ακροατή, που είχε υπερηφανευτεί, πως θα μπορούσε να κάνει και αυτός τέτοιο θαύμα και τον ρώτησε:

- Για πες μου τώρα, μήπως μπορείς να το κάνεις και αυτό; Να θρέψεις πέντε χιλιάδες ανθρώπους, με πέντε άρτους και δύο ψάρια;

- Και φυσικά, απάντησε απτόητος εκείνος.

- Με ποιόν τρόπο; ρώτησε με μεγάλη περιέργεια ο ιεροκήρυκας.

- Μα με τα περισσεύματα της περασμένης Κυριακής, απάντησε με ετοιμότητα εκείνος.

+++

Ο πλούσιος και τα ορφανά

Ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος, διατηρούσε στην Κοζάνη ένα οργανοτροφείο και πολλοί κάτοικοι της πόλης, βοηθούσαν στη συντήρηση των ορφανών.

Ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της πόλης, παρουσιαζόταν κάθε φορά, παραμονές Χριστουγέννων και έδινε κάποια δωρεά, για τα ορφανά.

Ο Μητροπολίτης, έκανε πολλές εκκλήσεις για βοήθεια προς τα ορφανά και υπενθύμιζε, ότι αυτή η βοήθεια πρέπει να δίνεται, όσο το δυνατόν συχνότερα, γιατί τα ορφανά δεν έχουν ανάγκη και δεν τρώνε μόνο τις παραμονές των μεγάλων εορτών. Λίγοι όμως ανταποκρινόταν...

Έτσι κάποια φορά, που ο προαναφερόμενος πλούσιος εμφανίστηκε στον Μητροπολίτη, για να κάνει τη δωρεά του, για τα ορφανά, ο Μητροπολίτης που ήξερε, ότι το ενδιαφέρον του πλουσίου, δεν ήταν για τα ορφανά, αλλά για τον εφησυχασμό της συνείδησής του, του είπε:

- Α, ευχαριστούμε πολύ, μα δεν μας χρειάζεται πια η βοήθειά σας.

- Μπα, πώς και έτσι; ρώτησε ξαφνιασμένος ο πλούσιος.

- Να ξέρετε, τα ορφανά μας πέθαναν, απάντησε σοβαρά ο Μητροπολίτης.

- Πέθαναν; Όλα;

- Μα φυσικά. Όταν θυμόμαστε να τα ταϊζουμε μια φορά το χρόνο, πώς να ζήσουν τα καημένα;

Κόκκαλο ο πλούσιος!

+++

Εγώ είμαι ταπεινή! (Παναγόπουλος)

Ένα απόγευμα ομιλούσα στα Κάτω Πατήσια και το θέμα μου ήταν η ταπείνωση.

Τελειώνοντας την ομιλία μου, με περίμενε μια κυρία και όταν πλησίασα προς το μέρος της, με είπε:

- Ξέρετε κ. Παναγόπουλε, εγώ είμαι ταπεινή!

Και της λέω:

- Είναι αλήθεια ότι δεν το ήξερα. Αλλά από που βγάζεις αυτό το συμπέρασμα;

Τότε εκείνη δείχνει τις κάλτσες της που ήταν σχισμένες και με λέει:

- Τίς βλέπετε; Αυτές φορώ, παρόλο που έχω καινούριες.

Την ρώτησα τότε:

- Παντρεμένη είσαι;

- Ναι, απάντησε εκείνη.

- Πήγαινε, της λέω, γρήγορα να αλλάξεις τις κάλτσες σου και να φορέσεις τις καινούριες, γιατί θα χάσεις τον άνδρας σου!

Είχε φορέσει τρύπιες κάλτσες, για να δείξει ταπεινοφροσύνη. Θεότρελη...!!!

+++

Μαμά, δεν είδες έξω; Συννέφιασε!!!

Ήταν κάποτε μια μάνα, η οποία ασχολούνταν με τα οικιακά και είχε ένα μικρό αγοράκι. Ο μικρός είχε την τάση, να πειράζει πάνω στο παιχνίδι του και μια ραπτομηχανή της μαμάς.

- Μιχαλάκη, μη πηγαίνεις εκεί, του φώναζε πάντα η μάνα.

Ακούγοντας ο Μιχαλάκης τα λόγια της μάνας, μαζεύοταν και δεν πήγαινε στην μηχανή. Αλλά ο Μιχαλάκης βλέποντας, ότι η μάνα του ήταν απασχολημένη στην κουζίνα, ξαναπήγαινε στην μηχανή να την πειράξει.

- Μιχαλάκη, ακόμα και εγώ να μην σε βλέπω, σε βλέπει όμως ο Θεούλης!

Ωπ, μόλις άκουγε Θεούλης, μαζευόταν αμέσως ο Μιχαλάκης. Και έτσι επέστρεφε στα παιχνίδια του.

Μια μέρα, βλέποντας ο μικρός, ότι η μάνα του ήταν απορροφημένη στη δουλειά της, πήγε στη μηχανή να την πειράξει. Η μάνα το αντιλήφθηκε και του λέει:

- Δεν σου είπα Μιχαλάκη, ότι ο Θεούλης σε βλέπει;

Ο Μιχαλάκης όμως παραδόξως αυτήν τη φορά δεν έφυγε από τη μηχανή και συνέχιζε να σκαλίζει τη μηχανή.

Τότε πάει η μάνα προς την μηχανή για να τον δείρει, αλλά γυρίζει τότε ο Μιχαλάκης με απάθεια προς την μάνα του και της λέει:

- Μαμά, δεν είδες έξω; Συννέφιασε!!!

Προκαλεί γέλιο η απάντηση του Μιχαλάκη, όμως πόσοι άνθρωποι πιστεύουν ότι υπάρχουν σύννεφα και δεν τους βλέπει ο Θεός γι' αυτά που κάνουν; Πιστεύουν, ότι αφού κατόρθωσαν να κρατήσουν κρυφό, μέσα στα έγκατα της ψυχής τους, κάποιο μυστικό-αμαρτία τους και δεν το ξέρει κανείς άνθρωπος, δεν πρόκειται να το μάθει ποτέ κανείς και θα το πάρουν μαζί στον τάφο τους. Δεν πρόκειται όμως να γλυτώσει κανείς και θα δώσουμε λόγο όλοι, για όλες τις βρωμιές μας εκεί που θα πάμε. Όλα μια μέρα θα ξεσκεπαστούνε!...

+++

Όποιος ανοίγει τον λάκκο στον άλλο...

Ο αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ (1882-1945), ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων, οι οποίοι ήταν ανέκαθεν οι αντίπαλοι των Δημοκρατικών, εκφωνούσε κάποτε ένα λόγο.
Κάποιος από το ακροατήριο τον διέκοψε φωνάζοντας:

- Εγώ προτιμώ να ψηφίσω τους Δημοκρατικούς!

- Γιατί; τον ρώτησε ο πρόεδρος.
- Γιατί ο παππούς μου ήταν Δημοκρατικός, και ο πατέρας μου ήταν Δημοκρατικός.
- Και αν ο παππούς σου ήταν ηλίθιος και ο πατέρας σου επίσης ηλίθιος, εσύ τι θα ήσουνα τότε; τον ξαναρώτησε ο πρόεδρος.
- Τότε θα ήμουνα Ρεπουμπλικάνος, φώναξε γελώντας ο ακροατής.

+++

Η παρηγοριά της σκλαβιάς

Ο Μουσολίνι το 1940, είχε ένα γραμματέα στο φασιστικό του κόμμα, που τον έλεγαν Μούτι. Ο Μούτι, ακολουθώντας τον αρχηγό του, πήγε στην Αλβανία, ανέβηκε εκεί σε ένα ψηλό μπαλκόνι, στο κέντρο των Τιράνων, μάζεψε με τη βία πλήθος Αλβανών και έβγαζε λόγο φασιστικό. Οι Αλβανοί καθώς ήξεραν το όνομα του Μούτι, που στη γλώσσα τους θα πει: σκατά, άρχισαν και κραύγαζαν όλοι μαζί με μια φωνή συνθηματική και γελώντας:

- Μούτι... Μούτι... Μούτι...!!!

Χωρίς ο Μούτι να καταλάβαινε, ότι κακάριζαν, το ίδιο του το όνομα και τον τον φασισμό του. Έτσι αυτός κορδώνονταν ακόμη περισσότερο. Ο Μούτι νόμιζε ότι εξυμνούσαν αυτόν και το όνομα του, ενώ στην πραγματικότητα οι Αλβανοί ξελάφρωναν πικάντικα, τον πόνο της σκλαβιάς τους.

+++

Η σημασία της λεπτομέρειας

Στην Κρήτη, ένας επιθεωρητής δημοτικής εκπαίδευσης ανέβαινε μ' ένα μουλάρι, σ' ένα ορεινό και δύσβατο χωριό, για να επιθεωρήσει τον εκεί δάσκαλο. Στο δρόμο που επήγαινε συναντά έναν αγωγιάτη και τον ρωτά:
- Δεν μου λες, πατριώτη, ο δάσκαλος τι είναι; Βενιζελικός ή βασιλικός;
- Βενιζελικός, του απαντάσε ο αγωγιάτης.
- Α, το γαϊδούρι, σχολίασε ο επιθεωρητής.
Ο αγωγιάτης όμως, ήταν βενιζελικός και φίλος του δασκάλου και έτρεξε να μεταφέρει στον δάσκαλο την στιχομυθία: «Το και το δάσκαλε. Σε είπε γαϊδούρι ο επιθεωρητής».
Την επομένη μπαίνει ο επιθεωρητής στην τάξη και ρωτά τον δάσκαλο για το ποιό είναι το μάθημα της ημέρας:
- Τα σημεία της στίξεως, απαντά ο δάσκαλος.
- Ας δούμε λοιπόν, τι ξέρουν τα παιδιά, λέει ο επιθεωρητής.
Ο δάσκαλος σήκωσε ένα μαθητή, τον Σήφη, στον πίνακα και του είπε να γράψει την εξής φράση: "Ο επιθεωρητής είπε, ο δάσκαλος είναι γαϊδούρι.'' Αφού την έγραψε, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιός είναι παιδί μου, γαϊδούρι; Και ποιός το είπε;
- Ο δάσκαλος, ψέλλισε ο μαθητής. Και το είπε ο επιθεωρητής, κύριε.

- Ωραία, είπε ο δάσκαλος. Σήφη γράψε τώρα της εξής φράση: ''Ο επιθεωρητής, είπε ο δάσκαλος, είναι γαϊδούρι".
Μόλις έγραψε την φράση ο μαθητής, τον ρωτά ο δάσκαλος:
- Ποιός είναι τώρα, παιδί μου, το γαϊδούρι;

- Ο επιθεωρητής, απαντά δειλά ο μαθητής.

- Και ποιός το είπε;

- Ο δάσκαλος, απαντά ο μαθητής.
Οπότε στρέφεται ο δάσκαλος στην τάξη και λέει: "Είδατε παιδιά μου, τι κάνουν τα κόμματα! Πότε βγάζουν γάϊδαρο τον επιθεωρητή και πότε τον δάσκαλο". Κόκκαλο ο επιθεωρητής!!!

+++

Η μυωπία του Ίψεν

Ο περίφημος δραματικός και λυρικός ποιητής της Νορβηγίας Ερρίκος Ίψεν (+1906), είχε μεγάλη μυωπία.

Κάποτε βρέθηκε μπροστά σε μια επιγραφή και πλησίασε να την διαβάσει. Αλλά με λύπη του αντελήφτηκε, πως είχε ξεχάσει τα γυαλιά του.

Παρακάλεσε λοιπόν έναν περαστικό:
- Σε παρακαλώ, καλέ μου άνθρωπε, διάβασέ μου, τι γράφει η επιγραφή. Γνωρίζω ανάγνωση, αλλά λησμόνησα τα γυαλιά μου.

- Εγώ κύριε, βλέπω μεν, αλλά δεν ξέρω ανάγνωση.

+++

Ο γάϊδαρος ψόφησε

Ο Billy πήγε στο Τέξας και αγόρασε από ένα αγρότη ένα γάϊδαρο έναντι του ποσού των 100$. Ο αγρότης συμφώνησε να του τον παραδώσει την επόμενη μέρα. Την επόμενη μέρα ο αγρότης του είπε:

- Συγνώμη, αλλά έχω άσχημα νέα, ο γάϊδαρος ψόφησε.

Ο Billy απάντησε:

- Τότε δώσε μου τα λεφτά μου πίσω.

Ο αγρότης είπε:

- Δεν μπορώ να το κάνω γιατί τα έχω ήδη ξοδέψει...

Ο Billy είπε:

- Εντάξει, τότε δώσε μου το νεκρό γάϊδαρο.

Ο αγρότης ρώτησε:

- Τι θα τον κάνεις;

Και ο Billy απάντησε:

- Θα τον βγάλω σε λοταρία.

Ο αγρότης του απάντησε με μια δόση ειρωνείας:

- Αποκλείεται να βγάλεις σε λοταρία τον ψόφιο γάϊδαρο.

- Φυσικά και μπορώ, απλά δεν θα πω σε κανένα ότι είναι ψόφιος, είπε ο Billy.

Ένα μήνα αργότερα ο αγρότης βρέθηκε ξανά με τον Billy και ρώτησε:

- Τι έγινε με τον ψόφιο γάϊδαρο;

- Τον έβγαλα σε λοταρία. Πούλησα 500 κουπόνια προς δύο δολάρια το ένα και έτσι κέρδισα 998$.

Ο αγρότης ρώτησε:

- Καλά κανένας δεν παραπονέθηκε;

Και ο Billy απάντησε:

- Μόνο ο τύπος που τον κέρδισε και για να μην φωνάζει του έδωσα πίσω τα δύο του δολλάρια!

+++

Οι χοίροι και οι χήροι

Μια μέρα, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄, είχε μεταβεί σε ένα χωριό της Φθιώτιδος, όπου ο πρόεδρος εξήλθεν αμέσως για να τον υποδεχθεί εκ μέρους των χωρικών. Ο βασιλιάς παρατήρησε, ότι στο χωριό εκείνο, υπήρχαν πολλά γουρούνια. Γι΄αυτό και ρώτησε τον πρόεδρο:

- Έχετε πολλούς χοίρους εδώ;

Ο πρόεδρος υπέθεσε, ότι ο βασιλιάς τον ρωτά, εάν υπάρχουν στο χωριό πολλοί χήροι. Και έτσι του απάντησε:

- Εγώ και ο παπάς είμαστε μόνον, μεγαλειότατε!

Ο αείμνηστος βασιλεύς εξερράγη τότε σε πλατύτατο γέλιο. Το δε επεισόδιο αυτό, το διηγούνταν ενίοτε εις τους περί αυτόν και γελούσε με όλην του την καρδιά.

+++

Μια διαφορετική συγγνώμη

Ο Αρχηγός του συντηρητικού κόμματος της Βρεττανίας Ε. Χηθ, είχε δεχθεί κάποτε σφοδρότατη επίθεση, από άρθρο μιας καθημερινής εφημερίδας, που μάλιστα το κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα.

Μερικές μέρες αργότερα, ο Χηθ ήταν καλεσμένος σε κάποια επίσημη δεξίωση και εκεί βρέθηκε στις τουαλέτες, αντιμέτωπος με τον διευθυντή αυτής της εφημερίδας, ο οποίος του είπε:

- Είχα άδικο, να σας επιτεθώ έτσι. Σας παρακαλώ, να με συγχωρέσετε...

- Δέχομαι τη συγγνώμη σας, είπε ο Χηθ, αλλά την επόμενη φορά θα προτιμούσα να με βρίσετε στις τουαλέτες και να μου ζητήσετε συγγνώμη, δια της εφημερίδας σας...

+++

Ο Καποδίστριας και η ''φτωχική'' του ενδυμασία

Ο Καποδίστριας συνήθιζε να κάνει περιοδείες, για να είναι κοντά στο λαό και στα προβλήματά του. Σε μία απ΄αυτές, τον συνόδευε και ο Κολοκοτρώνης. Μπροστά προπορευόταν ένας ταχυδρόμος καβάλα σε ένα περήφανο άλογο, ντυμένος με την χρυσοστόλιστη στολή, που φορούσαν οι υπάλληλοι του κράτους. Ο Καποδίστριας ακολοθούσε λίγο πιο πίσω, απλός, φτωχικά ντυμένος, καθόταν πάνω σε ένα άλογο, που έμοιαζε περισσότερο με το γαϊδουράκι που μετέφερε τον Ιησού στα Ιεροσόλυμα. Οι άνθρωποι άκουγαν, ότι έρχεται ο κυβερνήτης και έτρεχαν να τον υποδεχτούν, όχι ζητοκραυγάζοντας, αλλά με δάκρυα στα μάτια, έκαναν το σταυρό τους, έκαιγαν λιβάνι και ευλογούσαν το Θεό, που τους έσωσε από την σκλαβιά. Ο λαός όμως αντί τον κυβερνήτη, χαιρετούσε τον ταχυδρόμο που πήγαινε μπροστά, επηρεαζόμενος από την ''πλούσια'' στολή του.

Ο Κολοκοτρώνης βλέποντας αυτήν την εικόνα, πλησίασε τον Καποδίστρια και του είπε:

- Εξοχότατε, πρέπει ο κόσμος να γνωρίσει τον Κυβερνήτη Του!

- Και τί θέλεις να κάνω; τον ρώτησε με απορία ο Καποδίστριας

- Να φορέσει η εξοχότητά σου, την επίσημη στολή, του απάντησε ο Κολοκοτρώνης.

Ο Καποδίστριας ξεπέζεψε πιο κάτω και φόρεσε την επίσημη στολή του. Ήταν όμως και αυτή, απλή και φτωχική... !

+++

Σε ποιά άκρη;

Ο σκληρός Άγγλος δικαστής Τζέφρης μια φορά σήκωσε το μπαστούνι του και δείχνοντας τον άνθρωπο που καθόταν στο εδώλιο του κατηγορημένου, με αυστηρή φωνή έλεγε:
- Στην άκρη του μπαστουνιού μου κάθετε ένας τέτοιος κατεργάρης και κάθαρμα που για πρώτη φορά γέννησε η γη.
- Σε ποιά άκρη κύριε, ρώτησε ο τολμηρός κατηγορούμενος.

+++

Ο Διογένης και ο φαλακρός

Ένας φαλακρός άνθρωπος με μεγάλο ζήλο έβριζε τον Διογένη.

Τελικά μια μέρα, ο Διογένης δεν άντεξε άλλο και του είπε:

- Δε θα σε βρίζω, αντίθετα θα επαινέσω τα μαλλιά σου που έφυγαν απ' το κουτό κεφάλι σου!

+++

Άνδρας και γυναίκα: ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου

Στη συνέλευση ενός φεμινιστικού συλλόγου, η ομιλήτρια καταλήγει ως εξής:

- Πού θα βρισκόταν ο άντρας κύριοι και κυρίες σήμερα, αν δεν υπήρχε η γυναίκα;

- Στον Παράδεισο!... φώναξε ένας ακροατής.

+++

Το άλογο και ο αρχάριος κτηνίατρος

Κάποιος κτηνίατρος λέει στον αρχάριο βοηθό του:

- Βάλε το καθαρτικό στο σωλήνα και το σωλήνα στο στόμα του αλόγου και φύσηξε.

Ο αρχάριος φεύγει και σε λίγο επιστρέφει αγανακτισμένος.

- Τί έκανες; τον ρωτά ο κτηνίατρος.

- Φύσηξε πρώτα το άλογο...

+++

Ο άνθρωπος που δεν έμαθε να δίνει

Κάποιος πνιγόταν στα νερά της θάλασσας μιας παραλίας και μη γνωρίζοντας κολύμπι, κινδύνευε να πνιγεί.

Μαζεύτηκε κόσμος εκεί γύρω και του έλεγαν:
- Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!

Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται.

Οι άνθρωποι όλο και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:

- Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς!

Τίποτα αυτός. Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή. Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Αμέσως τότε, όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Tότε εκείνος, έδωσε το χέρι του και ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.

Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.

- Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου και σου έδωσε το χέρι σου;

Εδώ, τόση ώρα, εμείς του φωνάζουμε να μας δώσει το χέρι του και δε το έκανε.

Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;

- Εγώ, δε του είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.

- Τι του είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.

- Εγώ του είπα: «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν.

+++

Ποιός είδε κράτος λιγοστό... (Γιώργος Σουρής)

Ποιός είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;

-

Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;

-

Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;

-

Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

-

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.

-

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.

-

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.

-

Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

-

Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

+++

Ο παπαγάλος (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
«Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά.
Τι κάθομαι δω πέρα;»

-

Την πράσινη ζακέτα του φορεί
και στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει,
για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μια στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα,
και τους λέει: «καλησπέρα».

-

Ο λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τι διαβασμένος, λένε, ο παπαγάλος!
Θα 'ναι σοφός αυτός πολύ μεγάλος,
αφού μπορεί και ανθρώπινα μιλεί.

-
Απ' τις Ινδίες φερμένος, ποιός το ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του να 'χει φέρει,
με τι σοφούς εμίλησε, και πόσα
να ξέρει στων γραμματικών τη γλώσσα!
«Κυρ παπαγάλε, θα 'χομε την τύχη
ν' ακούσωμε τις λες και πάρα πέρα;»

-

Ο παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει...
μα τι να πει; Ξανάπε: «καλησπέρα».

+++

Η αλεπού (Γιώργος Δροσίνης)

Σα δεν είχε τι να φάει

μια αλεπού πονηρεμένη

αποφάσισε να πάει

και καλόγρια να γένει.

-

Τρεις κοκόροι που δεν έχουν

στο κεφάλι λίγη γνώση

την πιστεύουνε και τρέχουν

την ευχή της να τους δώσει.

-

Μπαίνουν μέσα στο κελί της

τους ξομολογά εκείνη

και κουνεί την κεφαλή της

και συχώρεση τους δίνει.

-

Και χωρίς να χάσει ώρα

κι όπως ήταν πεινασμένη,

τους αρπάζει! κι είναι τώρα

και οι τρεις συχωρεμένοι.

-

Και η αλεπού τους κλαίει,
τους μοιρολογά και λέει:
Έτσι την παθαίνουν όσοι
έχουνε κοκόρου γνώση!

***