Ποιητικά σταχυολογήματα

Ποίημα του Αγίου Παϊσιου του Αγιορείτου γραμμένο στον τάφο του

Εδώ τελείωσε η ζωή

εδώ και η πνοή μου
εδώ το σώμα θα θαφτεί
θα χαίρει κι η ψυχή μου
Ο Άγιος μου κατοικεί,

αυτό είναι τιμή μου.
Πιστεύω Αυτός θα λυπηθεί
την άθλια ψυχή μου.

Θα εύχεται στον Λυτρωτή
να 'χω την Παναγιά μαζί μου.

***

Λουλούδι μυστικό... (Μοναχός Μαρκελλος Καρακαλληνός)

Ήθελα να φυτέψω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή,

και να 'ρχομαι να το ποτίζω το εσπέρας, την αυγή.

Ήθελα να θέσω ένα λουλούδι στης ψυχής σου την ανθοδόχη,

τώρα που μαλάκωσε το χώμα του Φθινοπώρου το πρωτοβρόχι.

Ήθελα να σου δείξω ένα δρόμο κουραστικό και ανηφορικό,

που την ψυχή ανεβάζει σ ένα παλάτι φωτεινό.

Ήθελα να σου δείξω ένα μονοπάτι καθαρό και μυστικό,

και εκεί στο τέλος σ' αναμένει ζωή αιώνιος στον ουρανό.

Ήθελα να πιείς νερό από μια μοναδική πηγή,

που πάντα αυτή χαρίζει αθανασία στην ψυχή.

Ήθελα να οσφρανθεί η ψυχή σου μια ακατάληπτη ευωδία,

και τότε θα πληροφορηθεί τι είναι ζωή η αιωνία.

Ήθελα να ιδής και το φώς που το σκότος της ψυχής φωτίζει,

και ταπείνωση αληθινή και μετάνοια ειλικρινή χαρίζει.

Εσύ ψυχή μου τι θα ήθελες από όλα αυτά να σου χαρίσω;

Λέγε μου τον κρυφό σου λογισμό και δεν θ΄ αργοπορήσω.

Χάριζέ μου ένα άνθος άφθαρτο και ευωδιαστό...

Πιστέ μου φίλε ένα μόνο λαχταρώ.

Δεν θέλω εγώ πολλά μόνο ένα άνθος αγαπώ

που η μυστική του χάρη δίδει τον ουράνιο θησαυρό.

Εάν θέλεις τέτοια χάρη ψυχή μου ευγενική

στα βάθη σ΄ αναμένει η νοερά η προσευχή.

Αυτή γίνεται για σένα λουλούδι , πηγή και οδός

Ευωδία παρηγορία και φώς και ο απλανής σου οδηγός.

Ένα λουλούδι γίνεται η ψυχή και πάντοτε ανθοφορεί,

όταν στα βάθη ενεργεί η αδιάλειπτος ευχή.

Εφύτευσα ένα λουλούδι στης ψυχής σου την αυλή,

και σύντομα θα αισθανθείς μια ευωδιαστή οσμή.

Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί,

αδιάψευστα πληροφορεί η αδιάλειπτος ευχή.

Ταύτην ψυχή μου φύλλατε και θα λείψει κάθε λογισμός

και εντός θα μορφωθεί ο Ιησούς Χριστός.

***

Ποιήμα κεκοιμημένου (Μοναχός Βασίλειος ο Καυσοκαλυβίτης)

Άνθρωπε στάσου δυο λεπτά και πρόσεξε και μένα

θα σου μιλήσω συμβουλές που είναι χρήσιμες για σένα.

Με βλέπεις κόκκαλο γυμνό μα δίχως φαντασία

και λες δεν ήμουν τίποτα δεν δίνεις σημασία.
Μα κάποτε στα χρόνια μου είχα κι' εγώ το κάλλος

και βάδιζα περήφανος σαν φουσκωμένος γάλος.

Κι' είχα κι εγώ την δόξα σου σοφία του Σωκράτη

του Ηρακλή την δύναμη φήμη πολύ στα Κράτη.

Είχα μαλλιά μεταξωτά και μάγουλα σαν μήλο

και φρύδια που δεν βρίσκονται σαν της ελιάς το φύλλο.

Είχα καρδιά του λέοντος και μπράτσα σιδερένια

ακούραστα τα πόδια μου και στήθη μαρμαρένια.

Είχα την γλώσσα τ' αηδονιού μάτια μεγάλα μαύρα

και μερικοί μου λέγανε όλα μαζί που τα 'βρα.

Γι' αυτό χαιρόμουνα πολύ πως ήμουν γης ο φάρος

και με το νου λογάριαζα πως δεν υπάρχει χάρος.

Μα πότε, δεν κατάλαβα, περάσανε τα χρόνια

και φύγανε τα νειάτα μου συν του Μαρτιού τα χιόνια.

Το γλέντι κι' όλες οι χαρές περνούσαν τον αέρα

κι' όλη η ζωή μου φάνηκε σα να 'τανε μιά μέρα.

Σαν ένοιωσα γεράματα θυμάμαι τα παληά μου

μου φάνηκε παράξενο π' άσπρισαν τα μαλλιά μου.

Το φως από τα μάτια μου μικραίνει, λιγοστεύει

κι' ο νους μου πως εγήρασα ακόμη δεν πιστεύει.

Τα πόδια μου αδυνάτισαν τα χέρια δεν κινούνται

τα δόντια μου χαλάσανε κι' αυτά παραπονούνται.

Κατάλαβα τον θάνατο, σε λίγο τελειώνω

και τότε βάζω μιά φωνή με κλάματα και πόνο.

Ποιό μάγος φέρνει την ζωή και ποιό γιατρό να πάρω

και ποιός μπορεί και δύναται που να νικά το χάρο;

Θα του χαρίσω κτήματα και λίρες όσες θέλει

αρκεί του χάρου το σπαθί να σπάσει και τα βέλη.

Κανείς δεν μ' αποκρίθηκε, κανείς δεν μούπε, ξέρει

να μου γλυτώσει την ζωή και νειάτα να μου φέρει.

Λοιπόν μιά μέρα τ' Απριλιού χωρίς να περιμένω

κάποιος κτυπά την πόρτα μου με τρόπο αγριεμένο.

Ήταν ψηλός, κατάμαυρος φωνάζω, τί να κάνω;

Και με φωνή που τρόμαζε μου λέει σήκ' επάνω.

Μου ξέσχισε τα σπλάχνα μου και πήρε την ψυχή μου

και αμέσως παν τα πλούτη μου μαζί με την στολή μου.

Και τώρα τα χωράφια μου που παν και τα παλάτια;

Τα ρόδινα τα μάγουλα η γλώσσα και τα μάτια;

Σκουλήκια φάγαν το κορμί την ομορφιά το σώμα,

αφού με λάσπη γίναμε γενίκαν πάλι χώμα.

Οι φίλοι και οι συγγενείς δεν θέλω να με κλαίνε

θέλω κερί, μνημόσυνο, «Συγχώρηση» να λένε.

Όπως με βλέπεις άνθρωπε κα συ θα καταντήσεις

γι' αυτή την πρόσκαιρη ζωήν μη λες να καζαντήσεις.

Όταν γηράσω, να μη λές, θα κάνω καλοσύνες,

τότε θα πάω στην Εκκλησιά, πολλές ελεημοσύνες.

Ο χάρος είναι λαίμαργος δεν έχει προθεσμία

δεν έχει φίλους για χαρές, εξαίρεση καμμία.

Παίρνει τις μάννες των παιδιών λεβέντες που γλεντάνε

από την κούνια τα μωρά κοπέλλες που κεντάνε.

Να σκέπτεσαι το θάνατο επτά φορές την ώρα

υπήρχαν κι άλλοι στην ζωή μα δεν υπάρχουν τώρα.

Σε κάθε βήμα πρόσεξε του σατανά το βρόχι

μην αδικήσεις ορφανούς, γυναίκες χήρες, όχι.

Πιστά τους νόμους φύλαγε, χωρίς καμμιά προσθήκη

τας εντολάς του Μωϋσή την Νέα Διαθήκη.

Να μην δουλεύεις Κυριακή και εορτές Αγίων

νάχεις αμόλυντη ψυχή και καθαρόν τον βίον.

Να μην κυττάζεις πονηρά, μη βλασφημείς τα Θεία

να δίδεις περιφρόνηση στου σατανά τη βία.

Της μέρας τ' αμαρτήματα και πριν ο ήλιος δύσει

με κάθε τρόπο του Θεού να τάχεις όλα σβύσει.

Ελεημοσύνη, προσευχή, αγάπη και νηστεία

αυτά θα σώσουν την ψυχή μη λες πως είν αστεία.

Αγάπα τον πλησίον σου κακό ποτέ μη κάνεις

γιατί αργά ή γρήγορα θα σβύσεις, θα πεθάνεις.

Και τώρα αναγνώστα μου τί σκέπτεσαι να κάνεις;

Τα λόγια πού σου μίλησαν στο νου σου να τα βάνεις.

Γιατί αυτού που είσαι, ήμουνα

κι' εδώ που είμαι, θάρθεις.

***

Μπρος στο σταυρό (Γιώργος Βερίτης)

Μπρος στο Σταυρό γονάτισα με πονεμένη την καρδιά.

Μπρος στο Σταυρό γονάτισα σ' αυτή την ήσυχη βραδιά.

Θέλω τον πόνο μου να πω με κάποιο πένθιμο σκοπό.

Ω Λυτρωτή και Πλάστη μου, τα πόδια Σου γλυκοφιλώ,

και στης νυχτιάς τη σιγαλιά ευλαβικά παρακαλώ:

Στείλε στη δόλια μου ψυχή, της χάρης τη χρυσή βροχή.

Των πειρασμών τα κύματα σα μανιασμένη με χτυπούν,

και τα καρφιά των πόνων μου, μέρα και νύχτα με τρυπούν.

Και γονατίζω στο Σταυρό, χαρά κι ελπίδα για να βρω.

Ω, Συ που πόνεσες για μας, και βασανίστηκες σκληρά,

τα αίμα Σου τ΄ ατίμητό, μου δίνει φως, ζωή, χαρά,

και μου γεμίζει την καρδιά μ' ελπίδα και παρηγοριά.

***

Θεός και θλίψεις (Γιώργος Βερίτης)

Ας σε κλαδεύη το σκληρό των θλίψεων κλαδευτήρι.
Είσαι το κλήμα που άφυλλο τον κλαδευτή προσμένει,
για να αποχτήση νέους χυμούς και νέα βλαστάρια τρυφερά,
γεμάτα ζωή, που θα τα δης τον τρυγητή - Θεού χαρά!
να αγγίζουν χάμω απ' τον καρπό στη γη τη δουλεμένη.
Μεσ' στο καμίνι ας καίγεται των πόνων η ψυχή σου.
Εσύ 'σαι τ' άξιο μέταλλο και τ' ακριβό χρυσάφι,
π' όσο το καίνε στη φωτιά, τόσο κι αστράφτει πιο πολύ,
που λες πως ήπιε χρώματα και φως απ' την ανατολή,
κι ή λες πως κάποιο μέσα του λαμπρόν αστέρι ετάφη.
Μην ταραχτής αν σε χτυπούν οι συμφορές κι οι πόνοι.
Ο Κύριος ειν' ο κλαδευτής κι ο πάνσοφος τεχνίτης,
που παίρνοντας σου την ψυχή στα χέρια Του τα πατρικά,
θα την σμιλέψη που θα δης να λάμψουν κάλλη μαγικά
και θα την ντύση στη χρυσή, την πιο λαμπρή στολή της...

***

Νύχτας όραμα (Γιώργος Βερίτης)

Ύπνος απόψε μου έκλεισε γλυκός τα βλέφαρά μου,

κι ήρθες εσύ, μανούλα μου, κι εκάθισες κοντά μου.

Κι ήσουνα, λέει, χαρούμενη κι ήσουν ευτυχισμένη,

κι ήταν η όψη σου η γλυκιά σ' έν' άΰλο φως λουσμένη.

-

Κι έσκυψες πάνω μου απαλά κι είδα στο πρόσωπό σου

να λάμπη πάλι το παλιό γλυκό χαμόγελό σου,

το ερατεινό, το αξέχαστο, το χιλιαγαπημένο,

που τόχες πάντα, μάνα μου, στα χείλη χαραγμένο.

-

Και μούπες: «Γιε μου, μη με κλαις δεν έφυγα μακριά σας.

Ας μην κυλούν για μένα πια θερμά τα δάκρυά σας.

Οι άγγελοι που με σήκωσαν στα ολόλευκα φτερά,

με πήγαν στην καινούργια γη πουν' άσωστη η χαρά.

-

Εκεί το φως ειν' άδυτο κι η μέρα δεν τελειώνει

κι όλα μια δόξα ουρανική τα πορφυροχρυσώνει.

Εκεί 'ν' ο θρόνος του Θεού και γύρω του αγγελούδια,

κι όλο αντηχούνε λυγερά τα θεία τους τραγούδια.

-

Εκεί η ψυχή μου ευφραίνεται, παιδί μου αγαπημένο,

κι εκεί μια μέρα ευλογητή να δω κι εσάς προσμένω»

Γλυκιά μου μάνα, ευχαριστώ για την παρηγοριά

πούρθες απόψε κι έφερες στη δόλια μου καρδιά.

-

Ευλόγησέ με, μάνα μου, και δος μου την ευχή σου,

και παρακάλα το Θεό που πήρε την ψυχή σου,

ίλεως να γίνη και για μας και για την οικουμένη,

την άπιστη και δύστυχη κι αιματοκυλισμένη.

***

Δύο κόσμοι... (Γιώργος Βερίτης)
Απόψε στ' αρχοντόσπιτο του πλούσιου ξεφαντώνουν,
κι οι καλεσμένοι τραγουδούν κι οι δούλοι μπαινοβγαίνουν,
και κουβαλάνε τα φαγιά και τα τραπέζια στρώνουν
και κουβαλάνε τα κρασιά τα μοσχοβολημένα,
και την αχόρταγη ψυχή τ' αφέντη τους ευφραίνουν,
πούχει τα μάτια απ' το πιοτό βαριά και ματωμένα.
Της νύχτας έξω τη βαθιά και μυστική σιγή
φωνές βραχνές, φωνές γλεντιού και μεθυσιού ταράζουν.
Όλη το ξέρ' η γειτονιά, πως μέχρι την αυγή
κι οι καλεστοί κι ο καλεστής, ακόμα θα οργιάζουν.
-
Στην πόρτα τ' αρχοντόσπιτου, σε μια γωνιά ριγμένος,
με φτωχικά και βρώμικα κουρέλια τυλιγμένος,
και μ' άρρωστο κορμί,
κοίτεται κάποιος γέροντας, σαράβαλο του χρόνου.
- είν' ο φτωχός ο Λάζαρος, ο Λάζαρος του πόνου,
της θλίψης το παιδί.
- Τα φτωχικά κουρέλια του μόλις μισοσκεπάζουν
πληγές βαθιές το σώμα του πόνου πικρού φωλιά
κι η πείνα τον θερίζει.
- Μα απ' όλα πιο πολύ μέσ' στην καρδιά τον σφάζουν
η καταφρόνια, η μόνωση, του κόσμου η απονιά,
που αδιάκοπά αντικρίζει.
-
Μα πως; Δε βρίσκεται κανείς σε κείνο το παλάτι
να κλείνη μεσ' στα στήθια του πονετική καρδιά,
και νάχη αγάπη στην ψυχή, βλέμμα στοργής στο μάτι;
Κανείς! Μονάχα τα σκυλιά,
που με συμπόνια γλύφοντας ξεπλένουν τις πληγές του,
με τη βουβή τους συντροφιά γλυκαίνουν τις στιγμές του.
Αργά και που τα χείλη του κινούνται, ψιθυρίζουν.
Δε λένε λόγια γογγυσμού και παραπόνου λόγια,
μα λέν «ευχαριστώ».
Γύρω του αγγέλοι ασώματοι μ' αγάπη φτερουγίζουν,
και ρίχνουν λάδι στην πληγή - γλυκιά δροσιά στη φλόγα
που καίει τον πιστό.
-
Μα να, σημαίνει κάποτε του λυτρωμού η ώρα
κι απ' τα κουρέλια να ο φτωχός στα χέρια των αγγέλων,
στη φωτεινή τη χώρα.
Φως και ζωή και λευτεριά, χαράς παλμός και γέλιο.
Ευλογημέν' η ώρα!
-
Κι ήρθε και τ' άρχοντα η στιγμή και πέθανε και κείνος.
Ο θάνατος του παγωνιά κι απελπισιά και θρήνος.
Μαύρη η ψυχή σπαράζεται στο μαύρο κόσμο ως μπαίνει.
Τα κρίματά του πιο βαριά κι από το Μνήμα ακόμη
που τούστησαν. Το βλέπεις; να: Δυό θάνατοι, δυό κόσμοι!
Ένας εδώ ανασταίνεται, κι άλλος εδώ πεθαίνει...

***

Μάνα τα βάσανα εσύ τ' απαλαίνεις (Γιώργος Βερίτης)

Μάνα, η στοργή σου μεγάλη κι΄απέραντη όσο η πλάση!

Ποιός θα μπορέση ως βαθιά την καρδιά σου ποτέ να διαβάση;

Μάνα, η στοργή σου πασίχαρη σαν τις αχτίδες του ήλιου,

μέσ΄στη χαρά του χρυσού προσκαλεί μαγικού σου βασίλειου.

Πώς με βελούδινα δάχτυλ΄αγγίζεις τους πόνους μας και τους γλυκαίνεις

Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα συ τ΄απαλαίνεις!

***

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι (Κωστής Παλαμάς)

Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι στη μοναξιά και στη σιωπή.
Ξέρω μια πράσινη ραχούλα... Δε θα το χτίσω εκεί.

-
Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη τον πλούσιο δρόμο τον πλατύ,

με τα παλάτια και τους κήπους... Δε θα το χτίσω εκεί.

-

Ξέρω το πρόσχαρο ακρογιάλι, όλο το κύμα το φιλεί,

κρινόσπαρτη είναι η αμμουδιά του... Δε θα το χτίσω εκεί.
-
Ατέλειωτη τραβάει μια στράτα, σκίζει μια χέρσα απλοχωριά,
σκληρά τη δέρνει το αγριοκαίρι κι ο λίβας τη χτυπά.

-
Μια στράτα χιλιοπατημένη, τον καβαλλάρη νηστικό, τον πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στον κουρνιαχτό.
-
Εκεί το σπίτι μου θα χτίσω με μια βρυσούλα στην αυλή, πάντα η γωνιά του θα καπνίζει κι η θύρα του θα' ναι ανοιχτή.

***

Κυριακή (Τανταλίδης Ηλίας)

Μόλις έλαμπαν τα κάλλη της αυγής τερπνά

τα παιδάκια η μητέρα τρέχει και ξυπνά

- Αϊ παιδιά, καιρός! ξυπνάτε! κι είναι Κυριακή.

Η καμπάνα μας φωνάζει. Την ακούτ' εκεί;

- Τώρ' αμέσως, μητερίτσα, λέγουν κι εν ταυτώ

πως ευρέθησαν στο πόδι στο λεπτό!

-

Η μητέρα με δροσάτο τάπλυνε νερό,

τα μαλλάκια των με χτένι χώρισ' αργυρό.

Τ' άλλαξε σιδερωμένα ρούχα γιορτινά

κι έλαμπαν σαν αγγελούδια, κι ήσαν μια χαρά.

Τώρα να στο πεζοδρόμι τα παιδιά και αυτή,

το μικρό της απ' το χέρι τρυφερά κρατεί

-

Εύτακτα στην Εκκλησία στέκουν τα παιδιά

και την λειτουργία ακούνε μ' ανοιχτή καρδιά.

Φως και μέσα φως κι απ' έξω. Πάλι να, μαζί

εις το σπίτι συνοδεία έρχεται πεζή.

Σ' όλη χύθηκε τη στράτα μόσχος θαυμαστός

και αόρατος μαζί τους έρχεται ο Χριστός.

***

Ελεημοσύνη (Παράσχος Αχιλλεύς)

Ε! σεις, που σκορπίζετε τα πλούτη στον αέρα,
το χέρι σας το άπονο και άσωτο απλώστε
και δώστε και στον άρρωστο και στην πτωχή μητέρα...
Ελεημοσύνη, Χριστιανοί, ελεημοσύνη δώστε!
Ποιός λέει, ποιός, πως ολ' αυτά που τώρα σεις πετάτε,
είναι δικά σας;... Δύστυχοι, αυτό που περισσεύει
είναι της χήρας, τ' ορφανού και μην το σπαταλάτε.
Όποιος τα πλούτη του σκορπά, απ' τους πτωχούς τα κλέβει.
Ελεημοσύνη, Χριστιανοί· αδέλφια, ελεημοσύνη·

Λίγο ψωμί για το φτωχό και λίγη καλοσύνη!

Συλλογιστείτε εις αυτήν την ώρα γυμνωμένα

Πόσα παιδάκια κρυώνουνε, πόσα μικρά πεινούνε.

Πόσα δεν έχουνε γιατρό και γιατρικό κανένα!

Αλίμονο εις τις καρδιές που σήμερα γελούνε...

Αχ! δώσετε ένα φόρεμα στο γέροντα που κρυώνει,

Λίγο ψωμί μ' ένα γλυκό χαμόγελο στον ξένο,

Ένα ραβδί στον τυφλό που στο σκοτάδι λιώνει,

Κι ένα παιχνίδι στο παιδί το παραπονεμένο!...

Ελεημοσύνη, χριστιανοί, αδέλφια, ελεημοσύνη

Χαρά σ' εκείνη την καρδιά που το ψωμάκι δίνει!

Ελεημοσύνη, Χριστιανοί· αδέλφια, ελεημοσύνη·

Λίγο ψωμί για το φτωχό και λίγη καλοσύνη!

***

Η Αγία Γραφή (Νίκος Τυπάλδος)

Δεν είναι λόγια, κρύα και σκοτεινά

που τα 'γραψαν σοφοί του ''νυν αιώνος''.

Εδώ μιλάει, γλυκά και ταπεινά,

της κάθε μιας καρδιάς ο κάθε πόνος.

Δεν είναι λέξεις άπνοες στη σειρά,

σαν φύλλα φθινοπώρου που μαδούνε.

Εδώ, όλα είναι φως, όλα χαρά

κι όμορφοι κόσμοι μέσα μας ξυπνούνε.

Δεν είναι λάθη, πάθη, συμφορές

και βήματα διαβάτη κουρασμένα.

Εδώ, μιλούν - αλήθειες καυτερές! -

τα χέρια του Θεού τα σταυρωμένα.

Εδώ, η κάθε λέξη έχει ευωδιά

κι η κάθε πράξη δέος και μεγαλείο.

Εδώ, είν' του Χριστού μας η καρδιά.

***

Επιστροφή (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ' τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη δύση.

με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου.

Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν' ανάψει.
Κι ενώ απ' την πόρτα βλέπω τις γλυκές του λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου
δε μπαίνω μέσα. Απέξω κάθομαι και κλαίω...

***

Πεύκα (Λάμπρος Πορφύρας)

Νά 'ταν τα πεύκα της πλαγιάς, να μου 'διναν
απ' τα κλαδιά τους τ' άμετρα μία στοίβα,
νά 'φτιανα σε μία άκρη δίπλα τους
τη φτωχική μου κι έρημη καλύβα.

Νά 'ταν το καλοκαίρι να μου δίνανε
τα φύλλα να πλαγιάσω τα ξερά τους,
μαζί τους να το λέω το τραγούδι τους,
μαζί τους τ' αυγινό το σφύριγμά τους.

Κι ύστερα τίποτ' λλο. Κι όταν θά 'σβηνε
έτσι η ζωή μου από χαρά γεμάτη,
λίγα κλαδιά τους πάλι να μου δίνανε,
να γίνουν το στερνό μου το κρεββάτι...

***

Η ευχή (Κωνσταντίνος Καλλίνικος)

Άστραφτε από νιότη κι ομορφιά,
κατ' απ' του γάμου τα στεφάνια η κόρη,
παρόμοια με αγγέλου ζωγραφιά,
δίπλα στο τιμημένο της αγόρι.
Μα η σεμνή του γάμου τελετή,
μόλις με τα φιλιά είχε τελειώσει
και η ωραία φεύγει φτερωτή,
χωρίς καμιάν εξήγηση να δώσει.
Που πάει η νύφη έτσι, βιαστικά,
στου ποθητού το χέρι ακουμπισμένη,
κι έχει θολά τα μάτια τα γλυκά
κι είναι στη σκέψη όλο βυθισμένη;
Στον πατρικό της τάφο η φτωχή
πάει για μια στιγμή να γονατίσει
και των νεκρών γονιών της την ευχή
μαζί με τον καλό της να ζητήσει.
Εύγε σου, κόρη, που δεν λησμονείς
μες στις χαρές του γάμου και στα γέλια,
πως οι ευχές, που δίνουν οι γονείς
στο νέο σπίτι, βάζουν τα θεμέλια.

***

Σταυρωμένη Αλυσίδα (π. Ανδρέας Κονάνος)
Σταυρέ του Χριστού,
γίνε Συ
του μυαλού μου
η βαλβίδα...
Η ομπρέλα μου
στην καταιγίδα.
Των ταξιδιών μου
η πυξίδα.
Των πειρασμών μου
η ασπίδα.
Των ναυαγίων μου
η σανίδα.
Της ευτυχίας μου
η σφραγίδα.
Του Παραδείσου μου
η ελπίδα.

***

Άρνηση (Γιώργος Σεφέρης)

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.
-
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.
-
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

***

Το κογχύλι (Οδυσσέας Ελύτης)

Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω

Άφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μες την άμμο

Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι

Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
πού νά' ν' η αγάπη για να πάω

Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο.

***

Δεν μπορώ... (ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ)

Δεν µπορώ να σου δώσω λύσεις,
για όλα τα προβλήµατα της ζωής,
ούτε έχω απαντήσεις
στις αµφιβολίες ή τους φόβους σου,
αλλά µπορώ να σε ακούσω
και να τα µοιραστώ µαζί σου.

Δεν µπορώ ν' αλλάξω
το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου.
Αλλά όταν µε χρειάζεσαι
θα 'µαι δίπλα σου.

Δεν µπορώ ν' αποτρέψω
να µη σκοντάψεις.
Μόνο µπορώ να σου προσφέρω το χέρι µου,
για να κρατηθείς
και να µη πέσεις.
Οι χαρές σου.
Οι θρίαµβοί σου
κι οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικά µου.
Αλλά χαίροµαι ειλικρινά
να σε βλέπω ευτυχισµένο.

Δεν κρίνω τις αποφάσεις
που παίρνεις στη ζωή.
Περιορίζοµαι στο να σε στηρίζω,
να σε παροτρύνω
και να σε βοηθώ όταν µου το ζητάς.

Δεν µπορώ να σου χαράζω όρια
που µέσα τους οφείλεις να κινείσαι,
αλλά σου προσφέρω αυτό το χώρο,
τον απαραίτητο για ν'αναπτυχθείς.

Δεν µπορώ να αποτρέψω τον πόνο σου
όταν κάποια λύπη σου σχίζει την καρδιά,
αλλά µπορώ να κλάψω µαζί σου
και να µαζέψω τα κοµµάτια,
για να τη φτιάξω από την αρχή.

Δεν µπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος θα όφειλες να είσαι.
Μονάχα µπορώ να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να 'µαι φίλος σου....

***

Παιδί μου χτύπησες; (Ζαν Ρισπέν)

Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να την φάει το σκυλί μου
Τρέχει ο νιός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάει μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη.
Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
- Εχτύπησες, αγόρι μου;...και κλαίει!

***

Το Παιδί στον Πατέρα Του (Λέο Μπουσκάλια)

Όταν σου ζητώ να μ' ακούσεις
κι εσύ αρχίζεις να δίνεις συμβουλές
δεν έκανες αυτό που σου ζήτησα.

-

Όταν σου ζητώ να μ' ακούσεις
κι εσύ αρχίζεις να μου λες γιατί
δεν νοιώθω και τόσο ωραία.
Ποδοπατείς τα αισθήματά μου.

-

Όταν σου ζητώ να μ' ακούσεις
και νιώθεις υποχρεωμένος να κάνεις κάτι
για να λύσεις τα προβλήματά μου,
δεν με κατάλαβες, όσο κι αν φαίνεται παράξενο.

-

Ίσως γι' αυτό η προσευχή
αποδίδει σε μερικούς ανθρώπους
επειδή ο Θεός είναι βουβός και δεν προσφέρει συμβουλές
και δεν προσπαθεί να τακτοποιήσει πράγματα.

-

Ο Θεός ακούει μόνο κι εμπιστεύεται εσένα
να τα βγάλεις πέρα με τον εαυτό σου.

-

Γι' αυτό, σε παρακαλώ,
πρόσεξέ με κι άκουσέ με.
Κι αν θέλεις να μιλήσεις
περίμενε μια στιγμή,
θα 'ρθει η σειρά σου.
Σου υπόσχομαι να σ' ακούσω κι εγώ προσεκτικά...

***

Θεέ μου, Σε Ευχαριστώ!

Θεέ μου σαν συλλογιστώ
το έργο σου το Θαυμαστό
με αγάπη σκύβω να Σου πω
Σ' ευχαριστώ!

-

Θεέ μου για μένα στο σταυρό
αγώνα έδωσες σκληρό,
και με λύτρωσες από τον εχθρό.
Σ' ευχαριστώ!

-

Για τη ζωή Σ' ευχαριστώ.
Για τη χαρά Σ' ευχαριστώ.
Για την αγάπη Σου Θεέ μου
Σ' ευχαριστώ!

-
Για τη γλυκιά Σου συντροφιά,
για την πλατειά Σου αγκαλιά,
για την μεγάλη Σου καρδιά
Σ' ευχαριστώ!

-

Θεέ μου σ'αγαπώ
Κοντά μου ήρθες με στοργή,
μου γιάτρεψες κάθε πληγή,
μου 'δωσες φως από την πηγή
Σ' ευχαριστώ!
-

Χριστέ μου δικός Σου τώρα εγώ,
παντοτινά θα Σ' ευλογώ,
αιώνια θα Σου τραγουδώ
Σ'ευχαριστώ!

-
Χριστέ μαζί Σου περπατώ,
Χριστέ το χέρι Σου κρατώ,
και μου μιλάς και σου μιλώ
Σ' ευχαριστώ!
-

Για κάθε σου ναι, Σ' ευχαριστώ.
Για κάθε σου όχι, θα Σ'αγαπώ
Για κάθε λόγο Σου ζεστό
Σ'ευχαριστώ...!!!

***