Περί τσιγκουνιάς

  • Ο σπείρων φειδομένως, φειδομένως και θερίσει. [Εκείνος που σπέρνει με τσιγκουνιά, με τσιγκουνιά και θα θερίσει.] (Προς Κορινθίους Β' 9,6)
  • Ο Θεός τον έπλασε άνθρωπο και εκείνος πήγε και έγινε τσιγκούνης. (ΆγιοςΝείλοςοΑσκητής)
  • Η οικονομία καλή είναι, αλλά να προσέξει κανείς, για να μην τον κυριέψει σιγά-σιγά, ο πειρασμός με την τσιγκουνιά. Όταν αρχίσει να μαζεύει κανείς, δένεται και δεν μπορεί να δώσει. Αν όμως αρχίσει να μην μαζεύει πράγματα και τα δίνει, τότε θα μαζευτεί η καρδιά στον Χριστό, χωρίς να το καταλάβει. (ΆγιοςΠαϊσιοςοΑγιορείτης)
  • Δεν υπάρχει πιο ανόητος άνθρωπος από τον πλεονέκτη (και τσιγκούνη) άνθρωπο, που μαζεύει και ζει συνέχεια με στέρηση και τελικά αγοράζει την κόλαση με τις συγκεντρωμένες του οικονομίες. Το έχει τελείως χαμένο, γιατί δεν δίνει και χάνεται με υλικά πράγματα, οπότε χάνει τον Χριστό. (ΆγιοςΠαϊσιοςοΑγιορείτης)
  • Οι τσιγκούνηδες άνθρωποι είναι ''κουμπαράδες''. Μαζεύουν, για να τα βρουν οι άλλοι. Χάνουν έτσι από την ανοησία τους, τον μισθό της ελεημοσύνης, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν κάποιον δυστυχή. (ΆγιοςΠαϊσιοςοΑγιορείτης)
  • Ο τσιγκούνης αγκύλωσε το χέρι του από το πολύ σφίξιμο, έσφιξε και την καρδιά του και την έκανε πέτρινη. Για να θερα­πευτεί, θα πρέπει να επισκεφτεί δυστυχισμένους ανθρώπους, να πονέσει, οπότε θα αναγκαστεί να ανοίξει σιγά-σιγά το χέρι του και θα μαλακώσει τότε και η πέτρινη καρδιά του και θα γίνει καρδιά ανθρώπινη και έτσι θα του ανοιχθεί και η πύλη του Παραδείσου. Αν δεν συνηθίσει να δίνει κανείς, μαθαίνει στην τσιγκουνιά και δυσκολεύεται μετά να δώσει. (ΆγιοςΠαϊσιοςοΑγιορείτης)
  • Καλύτερα σπάταλος παρά φιλάργυρος. Με την οικονομία θα πέσω έξω. Για να μου φθάσουν τα λουκούμια που κερνούσα στον κόσμο τα έκοβα στα δύο. Έ, τότε τα λουκούμια δεν μου έφταναν ποτέ... Όταν άρχισα να παρακαλώ τους ανθρώπους να πάρουν και δεύτερο λουκούμι, ε, τότε είχα περίσσευμα από λουκούμια. Ο οικογενειάρχης όμως έχει υποχρέωση χωρία αγωνία να κάνει οικονομίες, για να βοηθήσει τα παιδιά του. (Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)
  • Τον τσιγκούνη τον κοροϊδεύουν και οι άλλοι. Ήταν ένας πολύ πλούσιος κτηματίας· είχε χωράφια σε μία επαρχία, είχε και στην Αθήνα διαμερίσματα, αλλά ήταν πολύ τσιγκούνης. Μιά φορά έφτιαξε μια χύτρα φασολάδα τελείως νερουλή, για να φάνε οι εργάτες που δούλευαν στα χωράφια του. Παλιά δούλευαν οι καημένοι από το πρωϊ, πριν βγει ο ήλιος, μέχρι να βασιλέψει. Το μεσημέρι που σταμάτησαν λίγο, για να ξεκουραστούν, άδειασε το αφεντικό μέσα σε έναν ταβά την φασολάδα και φώναξε τους εργάτες να φάνε. Κάθησαν γύρω-γύρω οι καημένοι οι εργάτες και άρχισαν να τρώνε· πότε έπιαναν με το κουτάλι από κανένα φασόλι, πότε μόνο ζουμί! Ένας εργάτης ήταν πολύ πειραχτήρι. Αφήνει το κουτάλι του και πάει παραπέρα. Βγάζει τις αρβύλες και τις κάλτσες του και προχωράει να μπει μέσα στον ταβά. «Τί κάνεις;», του λένε οι άλλοι. «Λέω να μπω μέσα, μήπως πιάσω κανένα φασόλι!», τους λέει. Τόσο τσιγκούνης ήταν εκείνος ο ταλαίπωρος. Γι' αυτό, 1000 φορές να κυριέψει τον άνθρωπο η σπατάλη, παρά η τσιγκουνιά! (Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)
  • Ο Θεός δεν τσιγκουνεύτηκε τον Υιό Του, τον Μονογενή για εμάς (τους αθλίους και αμαρτωλούς) και εμείς τσιγκουνευόμαστε τα χρήματα. Ο Θεός έδωσε τον γνήσιο Υιό Του για την δική μας σωτηρία και εμείς, ούτε τα χρήματα καταφρονούμε, για τον Θεό... (ΙερόςΧρυσόστομος)
  • Ας μην είμαστε τσιγκούνηδες, αλλά ας σπέρνουμε με απλοχεριά. Δεν βλέπεις πόσα δίνουν άλλοι στα θέατρα και στις πόρνες; Δώσε στον Χριστό τα μισά από όσα δίνουν εκείνοι στους χορευτές του δρόμου. Δώσε εσύ στους πεινασμένους, όσα από εγωισμό δίνουν εκείνοι στους θεατρίνους. Εκείνοι καλύπτουν με άφθονο χρυσό το σώμα των πορνών και εσύ δεν καλύπτεις, ούτε με ένα φτηνό ρούχο, την σάρκα του Χριστού, αν και την βλέπεις γυμνή... (ΙερόςΧρυσόστομος)
  • Τους γεροντότερους, ο διάβολος τους πολεµάει περισσότερο µε την τσιγκουνιά, την φιλαργυρία, ενώ τους νέους µε την πορνεία. (Όσιος Νίκωνας Μπελιάεφ)
  • Όταν τσιγκουνευόμαστε από την ιδιοτέλεια να δώσουμε κάτι στον άλλον ή όταν στενοχωριόμαστε με την ελεημοσύνη που δίνουμε, να ξέρουμε πως η τσιγκουνιά αυτή προέρχεται απο τον διάβολο. Κάθε προσκόλληση στα επίγεια αγαθά, οφείλεται στην φιλαυτία και είναι πλάνη διαβολική. (ΆγιοςΙωάννηςτηςΚροστάνδης)
  • Η τσιγκουνιά είναι σημάδι τόσο της ολιγοπιστίας όσο και της υπερηφάνειας. Ο πιστός και ταπεινός άνθρωπος, είναι πάντα ελεήμων. Ο πιστός και ταπεινός άνθρωπος είναι πάντα ελεήμων. Γνωρίζει πως ο Θεός είναι πλούσιος, και ο πλούτος Του δεν τελειώνει ποτέ. Και ότι είναι πανάγαθος και μισθαποδότης, γι' αυτό και δεν είναι δυνατό να τον εγκαταλείψει. (Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ)
  • Καλύτερα να είναι κανείς κουλός και να μην έχει χέρια, παρά να είναι τσιγκούνης. (Γέροντας Γαβριήλ ο Αγιορείτης)
  • Να ξέρεις κάτι παιδάκι μου: Ο τσιγκούνης στην τσέπη, είναι και τσιγκούνης στα αισθήματα. (Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης)
  • Θυμούμαι έναν, ο οποίος πριν τα χρόνια της (Ελληνικής) κατοχής, είχε 500 χιλιάρικα χάρτινα στο μπαούλο του. Και αν του ζητούσε άνθρωπος δεκάρα, την θέρμη του δεν έδινε. Μία μέρα πήγε ποντικός μέσα στο μπαούλο και του άλεσε και τα 500 χάρτινα χιλιάρικα. Του τα΄κανε πούπουλα και στο τέλος τρελάθηκε... (Παναγόπουλος)
  • Απ' όλες τις αρρώστειες που παθαίνει η ψυχή του ανθρώπου, η πιο σιχαμερή, κατά την κρίση μου, είναι η φιλαργυρία, η τσιγγουνιά. Από μικρός την απεχθανόμουνα. Και τώρα, μ' όλο που, με την ηλικία, άλλαξα γνώμη για πολλά πράγματα, για την τσιγ­γουνιά δεν άλλαξα. Προτιμώ νάχω να κάνω και μ' έναν φονιά ακό­μα, παρά μ' έναν τσιγγούνη. Γιατί, ο φονιάς μπορεί να σκότωσε σε αναβρασμό ψυχής, απάνω στον θυμό του, και να μετάνοιωσε ύστε­ρα, ενώ ο τσιγγούνης είναι ψυχρός υπολογιστής, ως το κόκκαλο χαλασμένος. Στον φονιά μπορεί να βρεις και κάποια αισθήματα, στον τσιγγούνη δεν θα βρεις κανένα. Ο τσιγγούνης, είναι βέβαια πάντα εγωιστής, αγαπά μοναχά τον εαυτό του, αλλά, πολλές φορές, είναι ένα τέρας χειρότερο και από τον εγωιστή, γιατί μπορεί να μην α­γαπά μήτε τον εαυτό του και να τον αφήσει να πεθάνει από την πείνα... (Φώτης Κόντογλου)
  • Ο τσιγκούνης, είναι τσιγκούνης και στα αισθήματα. (Φώτης Κόντογλου)
  • Στους ανθρώπους που είναι φιλοχρήματοι και τσιγγούνηδες, η Θεία Πρόνοια επιφυλάσσει πολλές αφορμές για ζημιά. (Ιώσηπος)
  • Ο τσιγκούνης φέρεται κακά σε όλους. Χειρότερα από όλους στον εαυτόν του. (Ποπλίλιος Σύρος)
  • Ο ανελεήμων άνθρωπος, ο τσιγκούνης, είναι πιο κάτω από τον φονιά.
  • Η τσιγγουνιά είναι η αμαρτία του Ιούδα. Πρέπει να έχουμε συμπάθεια και να είμαστε ελεήμονες.
  • Τσιγκούνης άνθρωπος, τσιγκούνα και η καρδιά του.
  • Ο χουβαρντάς τα χάνει λίγα-λίγα και ο τσιγκούνης μονοκοπανιάς.
  • Όποιος δεν δίνει λίγα, χάνει τα πολλά.
  • Βγάζει από την μύγα ξίγκι.
  • Το μάτι του βγαίνει, η δεκάρα δεν βγαίνει.
  • Έχει καβούρια στην τσέπη του.
  • Τα χέρια του κουλού είναι πιο καλά από του τσιγκούνη.
  • Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο.
  • Για μιας δραχμής πιπέρι, χάνει τον λαγό.
  • Ο τσιγκούνης, ο σφιχτός και ο σπαγκοραμμένος, θε να πεθάνει νηστικός, και απ' ούλα στερημένος. (Ποντιακή παροιμία)
  • Ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος που ήταν πολύ πλούσιος, αλλά και πολύ τσιγκούνης. Σ΄ όλη του τη ζωή αγωνιζόταν να πλουτίσει περισσότερο και περισσότερο και ακόμη περισσότερο. Δεν χαιρόταν όμως τα πλούτη και τα αγαθά του. Αντίθετα, αγωνιούσε κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή, για το πώς θα τα φυλάξει καλύτερα. Ούτε στον ύπνο, ούτε στον ξύπνιο ησύχαζε. Μια μέρα λοιπόν τ' αποφάσισε: εξαργύρωσε όλη την περιουσία του, πούλησε δηλαδή ό,τι είχε και δεν είχε, μάζεψε όλη την περιουσία του σε χρυσά νομίσματα και στη συνέχεια, όλα τα έλιωσε και τα έκανε μια μπάλα χρυσάφι. Ύστερα έσκαψε έναν τοίχο, έκανε μια ειδική κρυψώνα και καταχώνιασε το χρυσάφι του. Χαρούμενος πια, πήγαινε κάθε μέρα και έβλεπε τη μπάλα το χρυσάφι μέσα στον τοίχο. Κάποια μέρα όμως, ένας από τους εργάτες του κατάλαβε τι έκανε καθημερινά. Πήγε λοιπόν κρυφά, άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο και του άρπαξε το χρυσάφι. Όταν ανακάλυψε ο τσιγκούνης, πως του είχαν κλέψει το χρυσάφι: έκλαιγε απαρηγόρητα, φώναζε και τραβούσε τα μαλλιά του για το κακό που τον βρήκε. Κάποιος συγγενής του που τον είδε και τον ρώτησε γιατί θρηνεί, άκουσε την κακή του μοίρα: ''Πάει το χρυσάφι μου, πάει η χαρά της ζωής μου, πάει η περιουσία μου!''. ''Βρε κακομοίρη, τι λυπάσαι; Μήπως και όταν το είχες στον τοίχο κρυμμένο το χρησιμοποιούσες; Μήπως το χάρηκες εσύ και οι δικοί σου; Κανέναν δεν βοήθησες...Πάρε λοιπόν μια πέτρα και πες πως είναι από χρυσάφι. Να την κρύψεις μάλιστα στον τοίχο, όπως και την χρυσαφένια μπάλα και να τη βλέπεις κάθε μέρα, να σου φύγει το μεράκι. Αφού και όταν το είχες το χρυσάφι σου, δεν το χρησιμοποιούσες, αντίθετα βασανιζόσουν...''. Γιατί πραγματικά σαν έχουμε ένα πολύτιμο αγαθό και δεν το χρησιμοποιούμε, είναι σαν να μη το έχουμε, δεν έχει καμιά αξία. Έτσι σκέφτηκε και ο κακομοίρης ήρωάς μας και κατάλαβε πόσο κακό είναι, το να είναι κανείς τσιγκούνης...