Κάποιος Άγιος γέροντας, είχε την εξής
αποκάλυψη, την οποία μας την περιγράφει ο ίδιος: ''Κάποια μέρα μιας
Τεσσαρακοστής έτυχε και σηκώθηκα από τον ύπνο πρωτύτερα από το μεσονύκτιο.
Αρχικά έκανα κάποιες μετάνοιες, δοξολογώντας και ευχαριστώντας τον Κύριο και
στην συνέχεια προσευχόμουν πολλές ώρες με κατάνυξη. Κατά τη διάρκεια εκείνης
της προσευχής, μου φάνηκε ότι αρπάχτηκε ο νους μου και ανέβηκε και πέρασε
τον ουρανό αυτόν που βλέπουμε και βρέθηκα σε κάποια μεγάλη πόλη. Την
ομορφιά εκείνης της πόλης, τον σχεδιασμό, την ευπρέπεια και την μεγαλοπρέπειά
της, μου είναι αδύνατον να την περιγράψω. Το δε πλήθος που κατοικούσε μέσα σε
αυτήν, ήταν αμέτρητο. Και ήταν όλοι εκείνοι στολισμένοι με στεφάνια πολύ
όμορφα, αλλά δεν ήταν όλων ίδια τα στεφάνια και τα φορέματά τους. Δηλαδή άλλων
μεν τα στεφάνια και τα ρούχα ήταν λαμπρά σαν τον ήλιο, άλλων σαν το χρυσάφι,
άλλων σαν τον σίδηρο και άλλων σαν τον χαλκό.
Και όπως στεκόμουν έκθαμβος στην ομορφιά αυτών των πραγμάτων, ρώτησα
κάποιον από εκείνους που φορούσαν τα στεφάνια, ποιά αρετή άραγε είχαν όταν ήταν
στον κόσμο και ποιά θεϊκή εργασία έκαναν, ώστε να αξιωθούν να έρθουν σε αυτήν
την θαυμαστή πόλη και να τιμηθούν έτσι με τα μεγάλα χαρίσματα των λαμπρών
στεφανιών; Αυτόν που ρώτησα, το πρόσωπό του, τα ρούχα του και το στεφάνι του,
έλαμπαν σαν τον ήλιο! Και εκείνος με απάντησε: ''Εγώ αδελφέ, ήμουν από φτωχούς
γονείς και εκεί κάτω στον κόσμο όταν ήμουν, βλάκα με ανέβαζαν και ηλίθιο με
κατέβαζαν και τα περισσότερα χρόνια της επίγειας ζωής μου, τα πέρασα άρρωστος.
Επειδή όμως, τα υπέμεινα όλα αυτά με υπομονή και καρτερία και μάλιστα
ευχαριστώντας συνεχώς το Θεό, μου δόθηκε από τον φιλάνθρωπό Κύριό μας, αυτή η
δόξα και η τιμή που βλέπεις!''. Έπειτα άφησα αυτόν και πήγα σε έναν άλλον,
του οποίου η όψη και το πρόσωπο έμοιαζε με το αστέρι του αυγερινού, τα ρούχα
του ήταν από χρυσάφι και στολισμένα με μαργαριτάρια και κάθε λογής πολύτιμους
λίθους. Όταν λοιπόν ρώτησα και αυτόν, ό,τι και στον προηγούμενο, τότε εκείνος
με απάντησε και με είπε: ''Εγώ αδελφέ, ήμουν μοναχός στην επίγεια ζωή
μου και μέχρι τα βαθειά μου γεράματα, τα πέρασα με ασκητικούς αγώνες και
κόπους. Όταν γέρασα, συμφώνησα με τον λογισμό μου, να χειροτονηθώ
Επίσκοπος. Αφού λοιπόν και τα πράγματα, σχετικά με την Επισκοπή μου, καλώς
εν αληθεία και ευσεβώς διεκπεραίωσα, ο Θεός μου έδωσε αυτήν την δόξα, την
οποία βλέπεις. Εδώ πρέπει να σημειώσω, ότι εάν δεν είχα δεχτεί εκείνη την
πρόσκαιρη δόξα του Επισκόπου, τώρα θα ήμουν και εγώ ντυμένος όλος φως σαν τον
ήλιο, όπως εκείνος που μίλησες προηγουμένως!''. Έπειτα άφησα και αυτόν και
πήγα σε έναν άλλο, που φορούσε στεφάνι αργυρό και είχε όψη λαμπρή και όμορφη
και ήταν όλος χάρη. Τα δε ρούχα του ήταν ολόλευκα, περισσότερο και από το
χιόνι. Όταν ρώτησα και αυτόν, ποιές ήταν οι αρετές του, μου είπε: ''Εγώ αδελφέ,
ήμουν στον κόσμο, άνθρωπος της βιοπάλης. Αφού με την βοήθεια του Θεού
παντρεύτηκα, έμεινα πιστός στην γυναίκα μου, χωρίς να επιθυμήσω άλλη. Δεν
έβρισα ποτέ κανέναν, έκανα κατά τη δύναμή μου ελεημοσύνες και δεν έλειψα ποτέ
από την Εκκλησία τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές. Και όταν έφυγα από το
μάταιο επίγειο κόσμο, δέχτηκα από την πρόνοια και την αγαθότητα του Θεού, αυτά
που βλέπεις!''. Όταν αποχαιρέτησα και αυτόν, είδα εκεί κοντά και άλλους δύο,
που ο μεν ένας είχε σιδερένιο στεφάνι, ο δε άλλος χάλκινος. Οι όψεις τους, ήταν
όπως ενός συνηθισμένου ανθρώπου και τα ρούχα τους, ούτε πολύ καθαρά, αλλά ούτε
και πολύ λερωμένα. Έμοιαζαν σαν πλυμένα μεταχειρισμένα ρούχα. Ρώτησα λοιπόν και
αυτούς, ποιά διαγωγή είχαν όταν ζούσαν μέσα στον κόσμο και μου είπαν: ''Εμείς
αδελφέ, όταν ζούσαμε στον επίγειο κόσμο, ήμασταν άνθρωποι πολύ αμαρτωλοί,
φιλήδονοι και δεν υπήρξε κανένα αμάρτημα που να μην το είχαμε διαπράξει. Κάποτε
όμως έφτασε η ώρα πριν το θάνατο και μόνο τότε πάψαμε να κάνουμε αμαρτίες
χάρη της άμετρης και πολλής ευσπλαχνίας του Χριστού, που είπε, ότι μετά από όλα
αυτά που έκανες άνθρωπε, επέστρεψε σε Εμένα. Πήραμε λοιπόν και εμείς το βοτάνι
της μετανοίας, εξομολογηθήκαμε αληθινά και πήραμε την σωτήρια απόφαση και
υποσχεθήκαμε στο Θεό, ότι πλέον δεν θα επιδιώξουμε ποτέ την αμαρτία και
θα αγωνιστούμε με τη δική Του βοήθεια και Χάρη, να μην πράξουμε κανένα κακό.
Και μετά από αυτά, σε διάστημα 8 ημερών, φύγαμε από την επίγεια ζωή. Τότε
διαπιστώσαμε με μεγάλη χαρά και ανακούφιση, πως ελευθερωθήκαμε από τα φονικά
χέρια των δαιμόνων και μας έφεραν εδώ, για να δοξάζουμε και εμείς, μαζί με
όλους τους άλλους, την ανεξίκακη μακροθυμία και ευσπλαχνία του Χριστού!''. Σε
κάποια στιγμή όμως προσγειώθηκα στην πραγματικότητα του κελιού μου,
αποσβολωμένος από την οπτασία αυτή και έκανα 3 βδομάδες για να συνέλθω!
Ευχαριστούσα με περισσότερη θέρμη τον Κύριό μας, γι΄αυτήν την τιμή που μου
έκανε και που τόσο πολύ με πληροφόρησε για την Ουράνια πανδαισία και που τόσο
πολλά μηνύματα μου έδωσε, για την ενίσχυσή μου στον αγώνα αυτής της επίγειας
ζωής''.
''Άμα πεθάνει κανείς... άμα κλείσει, τα μάτια
του... πάει... όλα τελείωσαν. Ποιός γύρισε από τον άλλο κόσμο να μας πει, αν
είναι τίποτε;... Δεν βαριέσαι... Εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση.''. Λόγια
γνωστά. Χιλιοειπωμένα. «Τροπάριο»! Τα λένε συνεχώς πολλοί που δεν πιστεύουν,
ότι υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Με... πολλή σοβαρότητα. Με την πεποίθηση ότι
είναι μία σοφή διαπίστωση, με τετραγωνική λογική! Αλλά δεν είναι έτσι! Είναι
φτηνές ανοησίες, αφέλειες, απερισκεψίες, επιπόλαια λόγια. Θέλετε να το
διαπιστώσετε; Ρωτήστε τους! Μόνο τούτο: ''Πώς το καταλάβατε; Πώς φθάσατε σ'αυτή τη
διαπίστωση; Τί έρευνα κάνατε;''. Δεν έχουν τί να απαντήσουν! Όμως έρχονται τα γεγονότα, που φανερώνουν, πόσο εκτός πραγματικότητας
είναι κάτι τέτοιες «διαπιστώσεις»! Και δείχνουν ότι αυτοί που τα λένε δεν έχουν
επαφή με την πραγματικότητα· ζουν στον κόσμο τους! Γεγονότα είναι οι συνεχείς
και αδιάκοπες εμφανίσεις και παρεμβάσεις των Αγίων στην ζωή μας. Το θαυμαστό
είναι ότι για την μεταθανάτια πραγματικότητα, μας την αποκαλύπτουν όχι μόνο
Άγιοι, αλλά και αμαρτωλοί. Ιδού ένα παράδειγμα μιας μεσήλικης κυρίας. Διηγείται
η ίδια: ''Μερικά χρόνια πριν, όταν έχασα τον άνδρα μου, ήμουν φοβερά λυπημένη.
Η ζωή είχε χάσει για μένα κάθε ενδιαφέρον· και η σκέψη για αυτοκτονία ερχόταν
στο νου μου όλο και πιο συχνά. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την παραμονή του Πάσχα
εκείνης της τραγικής για μένα χρονιάς. Με την φροντίδα της μητέρας, όλα ήταν
έτοιμα για τον μεγάλο εορτασμό· και το σπίτι μας είχε πάρει την πανηγυρική του
όψη. Μόνο που στην ψυχή μου δεν είχα Πάσχα! Αντίθετα μάλιστα, κυριαρχούσε εκεί
το ζοφερό σκοτάδι της απογοήτευσης. Η μητέρα μου όμως, που ήξερε τη βαρειά μου
ψυχική κατάσταση, δεν με άφηνε ούτε βήμα να κάνω από κοντά της, χωρίς να με
παρακολουθεί. Και τότε εγώ, σαν χρόνο κατάλληλο να φέρω σε πέρας το λογισμό
μου, να θέσω τέρμα με την αυτοκτονία στη ζωή μου, διάλεξα τη νύχτα του
Πάσχα! Έτσι δεν θα ήταν στο σπίτι, σκεφτόμουν, κανένας -εκτός από την
κορούλα μου- να με εμποδίσει! Είπα λοιπόν στην μητέρα μου, πως εγώ θα αργούσα
λίγο, γιατί με πονούσε τάχα το κεφάλι. «Καλά τότε, ξάπλωσε λίγο -με συμβούλευσε
η μητέρα- και, αφού σου περάσει το κεφάλι, θα πάμε μαζί στην Εκκλησία». Για να
αποφύγω την κουβέντα της ξάπλωσα. Και χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα... Και
ξαφνικά βλέπω ένα παράξενο όνειρο. Ευρίσκομαι σε κάποιο σκοτεινό και τρομακτικό
υπόγειο. Μακριά, βλέπω τεράστιες φλόγες. Και από το κάτω μέρος του υπογείου
αυτού χώρου, κατακαμμένη, φρικιαστική, μ' ένα σχοινί στο λαιμό, τρέχει προς το μέρος μου
μια παλιά μου συμμαθήτρια. ''Όλγα, Όλγα, τί κάνεις εδώ;'', της φώναξα. ''Δύστυχη
και εσύ θέλεις να έρθεις εδώ; μου σκούζει εκείνη''. Και αμέσως αντηχεί ο
γλυκύς ήχος της μεγάλης μας καμπάνα... Ήταν η καμπάνα της Εκκλησίας, που
χτυπούσε για την Ακολουθία της Αναστάσεως. Η Όλγα με το σχοινί στο λαιμό,
που είχε φανεί μέσα σ'εκείνη τη φρικτή κατάσταση, είχε αυτοκτονήσει πριν ένα χρόνο. Το γεγονός αυτό συνέτισε την απελπισμένη γυναίκα. Την έβγαλε από το
τέλμα της απόγνωσης, που είναι η χειρότερη παγίδα του διαβόλου. Και εμάς, μας
διδάσκει ότι: 1) Ναι! Έχουν έρθει και έρχονται και θα έρχονται από τον «άλλο
κόσμο» πολλοί και άγιοι και αμαρτωλοί· και μας το λένε καθαρά, ότι ο θάνατος
δεν είναι ΤΕΛΟΣ και ότι μετά τον θάνατο ακολουθεί η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ, ή η ΑΙΩΝΙΑ
ΚΟΛΑΣΗ και 2) Δεν υπάρχει για τον άνθρωπο, μεγαλύτερο λάθος, από το να μην
προσδοκά «Ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Ο βασιλιάς της Πρωσίας
Φρειδερίκος ο Δ'είχε έντονες μεταφυσικές αναζητήσεις: ''Υπάρχει
κόλαση; Υπάρχει Παράδεισος;'' Και για να λύσει το «καυτό» θέμα, κάλεσε στο
παλάτι του τον περίφημο άθεο επιστήμονα Βολταίρο, και τον περίφημο Ορθόδοξο
θεολόγο και κληρικό Ευγένιο Βούλγαρη. Και τους έβαλε σε «αντιπαράθεση».
Πρώτα μίλησε ο Βολταίρος: ''Εγώ δεν πιστεύω σε παραδείσους και κολάσεις.
Χαίρομαι, γλεντάω την ζωή μου! Τρώω κρέας όποτε θέλω, χωρίς να έχω τον εφιάλτη,
αν είναι Τετάρτη ή Παρασκευή, ή σαρακοστή. Στις Κυριακές, στις γιορτές κοιμάμαι
με το πάσο μου, χωρίς να έχω την έγνοια πως πρέπει να πάω Εκκλησία. Έχω όποια
γυναίκα θέλω, γυρίζω στα μπαράκια, χορεύω, διασκεδάζω χωρίς να φοβάμαι, πως θα
πάω στην κόλαση, γιατί δεν πιστεύω σε αυτό το παραμύθι!''. Μίλησε μετά και ο
Ευγένιος Βούλγαρης και είπε: ''Λέτε, πως χαίρεστε την ζωή σας. Μα και εγώ
χαίρομαι την ζωή! Όταν την Τετάρτη και Παρασκευή και στις Σαρακοστές αντί για
κρέας τρώω νηστίσιμα φαγητά, όταν Κυριακή πρωί ξυπνάω και πάω Εκκλησία, γεμίζει
η ψυχή μου! Όταν προσεύχομαι αγάλλεται η ψυχή μου! Λοιπόν, που η διαφορά μας;
Αμφιβάλλω, αν εσύ με αυτά που κάνεις έχεις γαλήνη στην καρδιά σου! Άφησε που
βασανίζεσαι από τον εφιάλτη της κολάσεως! Λοιπόν; Είναι ζωή αυτή; Και αν
μετά τον θάνατο υπάρχει παράδεισος και κόλαση, αλλοίμονο σου! Χάνεις και την
άλλη ζωή! Και αν έστω μετά θάνατον δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, εγώ και
πάλι βγαίνω κερδισμένος! Κερδίζω την παρούσα ζωή! Την χαίρομαι! Ούτε με τρώει
το «άγχος», για τα μετά θάνατον! Λοιπόν; Ποιός είναι ο μεγάλος τυχερός; Εγώ που
πιστεύω στην αιώνια ζωή, η εσύ που δεν πιστεύεις;''.
Κάποιος παππούς, που δεν πίστευε στην ζωή μετά το θάνατο, κάποτε μιλούσε και συμβούλευε τα εγγόνια του, λέγοντας με βεβαιότητα: Δεν υπάρχει τίποτα μετά το θάνατο. Ό,τι είναι, εδώ είναι. Εδώ είναι ο παράδεισος και εδώ είναι η κόλαση. Τότε η μικρή εγγονή του παππού τον ρωτάει: Παππού, παππού, πόσεςφορέςπέθανες; Κόκκαλο, οπαππούς!!!