Περί πίστεως "3"
- Ένας βαρκάρης είχε χαράξει στα δύο κουπιά της βάρκας του τις λέξεις: ''Πίστη'' και ''Έργα''. Όταν κάποιος από περιέργεια τον ρώτησε τι σημαίνουν οι λέξεις, εκείνος του απάντησε: ''Θα σου δείξω''. Πήρε το κουπί που ήταν χαραγμένη η λέξη ''Πίστη'', κωπηλάτησε για λίγα λεπτά και η βάρκα άρχισε να διαγράφει κύκλους, χωρίς να προχωρεί. Το ίδιο συνέβη, όταν κατόπιν πήρε το κουπί, που ήταν χαραγμένη η λέξη ''Έργα''. Τέλος χτύπησε τα δύο κουπιά και η βάρκα άρχισε να προχωρεί γοργά. Ο βαρκάρης έτσι έδωσε την απάντηση στο ερώτημα. Πράγματι όταν πιστεύουμε χωρίς να πράττουμε, η πίστη μας είναι νεκρή. Όταν όμως πράττουμε αυτό που πιστεύουμε, τότε η πίστη μας είναι ζωντανή...
- Κάποτε ένας δάσκαλος σε ένα κατηχητικό σχολείο, θέλοντας να δείξει στα παιδιά με ζωντανό τρόπο, πόσο απλό πράγμα είναι η Πίστη, έκανε ένα πείραμα αρκετά πολυέξοδο. Βγάζει το ακριβό ρολόϊ του, το προσφέρει σε ένα από τους μαθητές του, λέγοντάς του: ''Γιάννη, σου το χαρίζω αυτό το ρολόϊ. Το θέλεις;''. Ο Γιάννης άρχισε να ψάχνει στο μυαλό του, τι να ήθελε άραγε να τους διδάξει ο δάσκαλος, μ' αυτήν την προσφορά του. Και έτσι δεν άπλωσε το χέρι να το πάρει, ούτε και απάντησε. Τότε ο δάσκαλος γύρισε στο διπλανό του: ''Γιώργο, θα το πάρεις εσύ το ρολόϊ;''. ''Όχι, κύριε, ευχαριστώ!''. Ο δάσκαλος δοκίμασε στα περισσότερα παιδιά, είχε όμως το ίδιο αποτέλεσμα. Στο τέλος ένας μικρός, όχι τόσο σκεφτικός όσο οι άλλοι, αλλά και ευκολόπιστος και απλός, είπε με τον πιο φυσικό τρόπο: ''Σας ευχαριστώ κύριε! και πήρε το ρολόϊ...''. Τότε τα άλλα παιδιά, άρχισαν να ρωτάνε με κατάπληξη: ''Μα θα γίνει στ' αλήθεια δικό του, κύριε;''. ''Βεβαιότατα, του το πρόσφερα και το δέχτηκε. Δεν θα έδινα κάτι, που θα είχα την απαίτηση να το πάρω πίσω! Έβαλα το ρολόϊ μπροστά σας και σας είπα, πως σας το χάριζα. Μα κανένας σας, δεν το πίστεψε και δεν το πήρε''. ''Ω! λέει τότε ένα παιδάκι, αν ήξερα ότι το λέγατε σοβαρά, θα το έπαιρνα!''. Και όλα τα παιδιά μαζί, μετανοιωμένα μέσα στην καρδιά τους και πραγματικά λυπημένα, που χάσανε ένα τόσο πολύτιμο πράγμα, φωνάξανε: ''Δεν ξέραμε κύριε, πως το λέγατε σοβαρά! Νομίζαμε πως...''. Όλοι νόμιζαν. Ο καθένας τους είχε φτιάξει μέσα στο νου του και μια θεωρία, μια υπόθεση. Εκτός από τον απλοϊκό μικρό, που πίστεψε απλά και ολοϊσια τα λόγια του δασκάλου. Τόσο απλό πράγμα είναι η πίστη και όμως ακούς συχνά να σου λένε: ''Είσαι ευτυχής που πιστεύεις. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω...!''. Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο, επειδή ακριβώς είναι πολύ εύκολο, τόσο εύκολο και απλό, που όταν κανείς περάσει στην πίστη, δεν αναρωτιέται αν είναι αλήθεια...
- Κάποιος
φιλόσοφος, που είχε μια γυναίκα πολύ ταλαντούχα, ρώτησε τον Σωκράτη:
- Κύριε φιλόσοφε, έχω μία σπουδαία και όμορφη γυναίκα.
Ο Σωκράτης εκείνη την στιγμή ήταν στο τραπέζι του με ένα μολύβι και χαρτί στο χέρι και έγραψε ένα μηδενικό.
- Η γυναίκα μου κατάγεται από μεγάλο γένος. Ο παππούς της ήταν Υπουργός.
Ο Σωκράτης έγραψε άλλο ένα μηδενικό.
- Η γυναίκα μου είναι πολύ μορφωμένη.
Ο Σωκράτης έγραψε ακόμη ένα μηδενικό κοντά στα άλλα.
- Η γυναίκα μου ξέρει να ασχολείται με το νοικοκυριό του σπιτιού, να κάνει διαφόρων ειδών πίτες και ψωμί πάνω σε μεγάλο τραπέζι!
Έγραψε ο φιλόσοφος άλλο ένα μηδενικό.
- Η γυναίκα μου γνωρίζει να κεντά διάφορα κεντήματα, να ράβει, να διορθώνει, να φτιάχνει φανέλλες στην ραπτομηχανή. Βλέπεις πόσα ταλέντα έχει η γυναίκα μου;
Ο Σωκράτης έγραψε ακόμη δίπλα στα άλλα ένα μηδενικό. Στο τέλος πρόσθεσε και ένα άλλο σπουδαίο χάρισμά της:
- Η γυναίκα μου έχει φόβο Θεού και είναι πιστή!
Τότε ο Σωκράτης έβαλε τον αριθμό ένα μπροστά από τα μηδενικά και της είπε: ''Να, τώρα έδωσα αξία στην γυναίκα σου. Όχι, όταν μου έλεγες, ότι είναι ωραία και μορφωμένη και υγιής και γνωρίζει να κάνει πολλά έργα, διότι όταν της λείψει ο φόβος και η αγάπη της για τον Θεό, τότε όλα τα παραπάνω χαρίσματά της είναι πολλά αραδιασμένα μηδενικά και τίποτε άλλο, τίποτε απολύτως!''...
Πράγματι! Το ίδιο συμβαίνει και με τον άνδρα και με τον οποιονδήποτε άνθρωπο. Μπορεί ο άνθρωπος να έχει πολλά τάλαντα, μπορεί να ξέρει πολλές κοσμικές τέχνες, μπορεί να γνωρίζει πολλές επιστήμες, εάν όμως απουσιάζει από την ζωή του ο φόβος και η πίστη στον Θεό, τότε του λείπει το ''σχολείο'' της άνω σοφίας και ο άνθρωπος δεν είναι πλέον τίποτε... - Κάποτε ένας άπιστος, έλεγε στον γνωστό Χριστιανό συγγραφέα Φρανσουά Μωριάκ:
- Ξέρετε γιατί δεν πιστεύω στο Θεό; Γιατί πιστεύω, σε ό,τι καταλαβαίνω!
- Καταλαβαίνετε, τον ρώτησε τότε γελώντας ο Μωριάκ, πως η φωτιά λιώνει το βούτυρο
και συγχρόνως από υγρό κάνει στερεό το αβγό;
- Όχι, δεν το καταλαβαίνω, απάντησε ο άπιστος.
- Και όμως πιστεύετε στην ομελέττα ή όχι;